Το 326 η Αγία Ελένη, μητέρα του αυτοκράτορα Αγίου Κωνσταντίνου, πήγε στα Ιεροσόλυμα και εμπνευσμένη από το Άγιο Πνεύμα βρήκε κάτω από τον Γολγοθά τον Ζωοποιό Σταυρό, του ήλους (καρφιά), την ξύλινη πινακίδα με την επιγραφή “Ιησούς Ναζωραίος βασιλεύς Ιουδαίων” και τους σταυρούς των δύο ληστών.
Επειδή όμως δεν γνώριζαν ποιος από τους τρεις σταυρούς ήταν ο σταυρός του Κυρίου, ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος (επισκ. 314-333) ζήτησε να φέρουν μια γυναίκα ετοιμοθάνατη στην οποία ακούμπησε με τη σειρά και τους τρεις σταυρούς.
Και όταν την άγγιξε ο Σταυρός του Χριστού, η γυναίκα έγινε αμέσως καλά και σηκώθηκε – κατ’ άλλη παράδοση, οι σταυροί τέθηκαν διαδοχικά σε ένα νεκρό που τον πήγαιναν για ενταφιασμό και μόλις τον ακούμπησε ο Σταυρός του Κυρίου, ο νεκρός αναστήθηκε!
Έτσι, αφού πιστοποιήθηκε δια θαύματος το “καύχημα της Εκκλησίας” ο Επίσκοπος Μακάριος στις 14 Σεπτεμβρίου του 335 ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό στον Γολγοθά.
Μετά για να πραγματοποιήσει την επιθυμία των χριστιανών στον άμβωνα ύψωσε με τα δύο του χέρια τον Τίμιο Σταυρό.
Ο Τίμιος Σταυρός υψώθηκε και δεύτερη φορά το 628 στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος επέστρεψε θριαμβευτής από τον πόλεμο εναντίον των Περσών, οι οποίοι το έτος 614 είχαν λεηλατήσει την Παλαιστίνη και είχαν μεταφέρει στη χώρα τους τον Τίμιο Σταυρό.
Χρυσάνθη Γρηγοράκη