1922-2022 εκατό χρόνια μετά δεν ζουν πια πρόσφυγες πρώτης γενιάς ενώ και η δεύτερη γενιά μας αποχαιρετά σιγά-σιγά. Το χρέος μένει σε μας της τρίτης και τέταρτης να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες ό, τι αξίες μας δίδαξαν οι πρόγονοι μας, ήθη, έθιμα, ιστορία, μαρτυρίες από την πανάρχαια κοιτίδα της Ιωνίας, της Θράκης, του πόντου και της Καππαδοκίας μέχρι τον ξεριζωμό του 22 την θανάτωση 500.000 και την προσφυγιά 1.500.000 περίπου.
Για την εθνική αυτή περιπέτεια της Μικρασιατικής καταστροφής ανάμεσα σε ιστορικούς ακόμα και πολιτικούς υπάρχουν διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις όχι απαραίτητα άσχημα αυτό ίσα-ίσα. Όμως θα πρέπει να φωτιστούν τα γεγονότα και τα αίτια για να μην υπάρχει συσκότιση της ιστορίας.
Ως απόγονος προσφυγικής καταγωγής χωρίς να είμαι ιστορικός ή να έχω άλλη αρμοδιότητα αλλά ενός απλού πολίτη ευελπιστώ με την ευκαιρία των 100 χρόνων να μάθουμε και να καταλάβουμε παρακολουθώντας το αποτύπωμα των τεράστιας εθνικής καταστροφής, πώς το αντιλαμβάνονται τώρα οι κοινωνία, ο ελληνισμός .Ποία συμπεράσματα βγαίνουν, τι θα βοηθήσει να μην επαναληφθεί το φαινόμενο.
Η πολιτεία, η Αυτοδιοίκηση θα πρέπει να ενδιαφερθούν και να συνδράμουν με εκδηλώσεις αφιερώματα ημερίδες. Να τραγουδήσουμε να χορέψουμε να κλάψουμε, όμως να αναδειχθούν συμπεράσματα για τις συνθήκες τις επιτυχίες τις αστοχίες και τα εγκληματικά λάθη μας. Να αναλυθεί ο εθνικός διχασμός ο οποίος έφερε την ήττα και όπως κρίνουν οι αρμόδιοι π.χ το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει να κάνει πολλή δουλεία γιατί ξέρει τα στρατιωτικά λάθη.
Σε συνεργασία με τα Σωματεία των προσφύγων που τώρα και τόσα χρόνια κάνουν σπουδαία δουλειά με τις δραστηριότητες τους, η πολιτεία πρέπει να σεβαστεί την άποψη τους και κάθε βοήθεια που πρόθυμα θα δώσουν για την διατήρηση του Μικρασιάτικου πολιτισμού και την μεταφορά της μνήμης στις επόμενες γενιές.
Επειδή κατά καιρούς αντιλαμβάνομαι μίζερες, ανιστόρητες και προσβλητικές δημοσιεύσεις και ψιθύρους γύρω από την ζωή την ύπαρξη, την φιλοσοφία, την κουλτούρα και στην συνέχεια την πορεία στον Ελλαδικό χώρο των Μικρασιατών παραθέτω λίγα από τις διηγήσεις της γιαγιάς Μαργί Μπρίμη.
Τα ελέη του Θεού είχαμε κειδανά τα τραπέζια μας κράτααν ώρες. Πρώτα τα ρεχτικά παστουρμάς, κεφτέρια,σουτζουκάκια, μπουρέκια, τζιεράκια. Ένας χορός από γεύσεις και μυρουδιές .Τ’αγαπημένο φαγί του παππού σου ήντουνα τα ψάρια, από κρέας τόδινες κιοφτέδες και μπιφτέκια και το’παίρνες την ψυχή.
Ποτέ δεν εκλείανε τα μαγαζιά στην πατρίδα, μον’τα μεάλα, τα’άλλα, οι φούρνοι, τα μπακάλικα ολ’ανοιχτά ήντουσταν. Οι παιχνιδιάτοροι στα ντουρσένια και τα λαϊκά πάλκα, σ’τσί γάμοι, στα Βαφτίσια, στα γλέντια. Έπαιζαν Ευρωπαϊκά ταγκό, βάλς και μπολέρο, στη μιάνε γωνιά και στην άλληνε γωνιά τα ντόπια τσι μανέδες τσι σμυρναϊκοι τσι μπάλοι τ’απτάλικα. Κιάμα καένας πελάτης έκανε παραγγελιά κόλαε τη λίρα στο κούτελο του παιχνιδιάτορα. Τ’όχαν στο αίμα των το τραούδι οι Ρωμιοί στη Μικρασία. Περπάταες πρωί κι’ακουές τις νοικοκυρές να τραουδούν ζυμώνοντας και φουρνίζοντας το ψωμί.
Τοτενές η Σμύρνη μέτραε 6 κινηματογράφους, χώρια τα θέατρα της, τις λέσχες της, τις εφημερίδες της, 7 ήντουνε μονάχα οι Ρωμαϊκες, 6 οι αρμεναϊκες, άλλες 7 οι τούρκικες 10 οι φρανζέζικες κι οβραίικες.
Οι Μικρασιάτες και τσαανό στην ψυχή είχανε και βραχιόλια χρυσά στα χέρια τους. Σ’όλη την Μικρασία εκράτααν στα χέρια τους το εμπόριο τις τέχνες και τα γράμματα. Γλέπεις η μιζέρια δεν ηπήαινε με τσι μικρασιάτες. Εκεί είχαμε ούλα τα καλά ούλα τα ελέη. Τίποτις δε μας έλειπε από τον αραμπά κιούλα μας περίσευαν.
Ευτοί γιέ μου οι Ευρωπαίοι ήθελαν τον ελληνικό στρατό στον πόλεμο κατά τις Τουρκίας αλλά δεν ήθελαν την Ελλάδα στη Μικρασία. Και μείς διχασμένοι τη μιάνε με τον Βενιζέλο την άλληνε με τον Βασιλιά και οι πολιτικοί μας είχανε πάρει τα μυαλά τους αγέρα. Πώς παίξανε έτσι ασυλλόιστα με τη ζωή το βιός την ευτυχία τη προκοπή τόσων και τόσων ανθρώπων ;
Η γιαγιά ανισόρροπο αποκαλεί τον Στεργιάδη που από τη μιάνε έλεε πως δε χρειάζεται πανικός και δεν εκιντυνεύει μήτε η Σμύρνη μήτε τα παράλια και από την άλληνε έστειλε ανακοίνωση μυστικιά στις δημόσιες υπηρεσίες να φύουνε οι δημόσιοι υπάλληλοι και να πάμε εμείς σαν τα πρόβατα της Λαμπρής.
Εδωνά που ήρκαμε μήτε η αρχοντιά μας εφαινούντανε μήτε τα μπερεκέτια π’όχαμε ένανε καιρό. Η Ρωμιοσύνη απ’τη Μικρασία τότενες τράβηξε των παθών της τον τάραχο καθώς δεν ήντουσταν καένας μας μαθημένος για σε ληστεία για σε κλεψιά για σε βιασμούς. Εμαύρισε και η ζωή μας και η ψυχής μας.
Όμως γιέ μου προσπαθήσαμε ούλοι ανασκουμποθήκαμε κι δημιουργήσαμε ξανά όσα είχαμε κι’αφήκαμε πίσω μας. Όσοι βρέθηκαν σε πόλεις γίνανε τεχνίτες, βιοτέχνες και βιομήχανοι εμείς στα χωριά φυτέψαμε καπνά, αμπέλια και σιά-σιά μαθαίνουν και οι ντόπιοι καινούργιες μεθόδους καλλιέργειας. Και το πρώτο μέλημα τους ήντουνε να κτίσουν σχολεία και εκκλησίες μετσ’ίδιοι Αγίοι πόχαν στην πατρίδα. Και ύστερις σιά-σιά έχτισαν μια νέα Σμύρνη μια νέα Φιλαδέλφεια μια νέα Ιωνία ένα νέο Κορδελιό μια νέα Αλικαρνασσό και τα νέα Αλάτσατα.
Τελειώνω όπως τελειώνει ο Καλπούζος το βιβλίο του «Σέρρα».Έαν αναμοχλεύεις τούτα σκεπτόμενος να υψώσεις το μίσος, καλύτερα να μην ακουστεί η φωνή σου. Δεν πρέπει να σιωπάς όμως μη κραυγάζεις.
* Ο Γιάννης Μπρίμης είναι συνταξιούχος Α.Τ.Ε.