Του Μιχάλη Βελεγράκη*
Τα εκατό χρόνια είναι πολλά και πάντα αφήνουν ίχνη στο πέρασμά τους, αποτυπώματα και αναμνήσεις. Αν αναφέρονται δε και σε πνευματικό ίδρυμα όπως το Γυμνάσιο του Χάρακα, τότε τα οφέλη και τα αποτελέσματα τους αφορούν άμεσα και ανθρώπους και κοινωνίες ξεχασμένες, όπως αυτές των Αστερουσιων και της ρίζας με τους φιλότιμους και φιλόξενους κατοίκους του που τις απαρτίζουν. Είναι τεράστια η προσφορά των ιστορικών Γυμνασίων της περιφέρειας Ηρακλείου στη πνευματική ανάταση της υπαίθρου, όπως αυτό της Βιάννου, της Πόμπιας, του Καστελλίου, και στη συνέχεια και του Χάρακα. Με χαρά μου λοιπόν διαπιστώνω μαζική συμμετοχή και προσπάθεια εορτασμού για τα – 100- χρόνια ίδρυσης και λειτουργίας του γυμνάσιου Χάρακα. Είναι συγκινητικό να βλέπεις πολλούς πρώην μαθητές, χαμένους στον χρόνο και στο κόσμο να δίνουν το “παρών”. Δεν θα μπορούσα επομένως να απουσιάσω. Έχω άλλωστε σχέσεις διαρκείας με το ιστορικό Γυμνάσιο Χάρακα, αφού υπήρξα μαθητής του,και το υπηρέτησα και ως καθηγητής και ως Λυκειάρχης. Άρα αρκετά χρόνια της ζωής μου συνδέονται μαζί του από το οποίο πήρα πράγματα και γνώσεις. Οφείλω λοιπόν να καταθέσω και τη δική μου εκδοχή εμπειρία και άποψη, που είναι ένα μικρό απόσπασμα από ομιλία που έκανα στους μαθητές του Γυμνασίου ως Σχολικός Σύμβουλος κάποτε. Το ελάχιστο που θα μπορούσα, και είναι μια μικρή βιωματική ιστορία και ένα χρονικό από ένα όμως απολύτως πραγματικό περιστατικό. Είμαστε λοιπόν στις αρχές της 10ετιας του ‘60, μια άλλη εποχή πολύ διαφορετική από τη σημερινή όπου μαθητές, σχολείο και καθηγητές είχαν άλλες σχέσεις και “αποστάσεις”. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση. Το γυμνάσιο Χάρακα τότε αριθμούσε πάνω από 300 μαθητές όπου οι μισοί σχεδόν έρχονταν από τα χωριά τους με τα πόδια. Μεγάλες αποστάσεις δύσκολες εποχές και συνθήκες για ανήλικα αγόρια και κορίτσια, αλλά ανεξήγητο και ασίγαστο πάθος για μάθηση και μόρφωση.
Το Γυμνάσιο τότε όντως έγραψε ιστορία και ο Χάρακας ήταν το πολιτιστικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής αλλά την έχασε δυστυχώς. Οι γνωριμίες μαθητών δημιούργησαν προσωπικές, και κοινωνικές σχέσεις, και η κουλτούρα και η επικοινωνία με καθηγητές από όλη την Ελλάδα βελτίωσε το πολιτιστικό και το κοινωνικό επίπεδο που έλειπε χαρακτηριστικά και έντονα από την περιοχή. Η πρόσβαση μας στο γυμνάσιο ήταν μια καθημερινή περιπέτεια και δοκιμασία, επίπονη και άλυτη για χρόνια που μας δίδαξε όμως πολλά και μας έκανε πιο δυνατούς. Δεν υπήρχαν φυσικά αυτοκίνητα και δρόμοι όπως σήμερα. Περίπου λοιπόν τριάντα με σαράντα μαθητές –τριες κάθε πρωί από κάθε ένα από τα δέκα-δεκαπέντε όμορα χωριά παίρναμε το δρόμο για το Γυμνάσιο με βροχή και με κρύο αλλά και με όνειρα, έξι χιλ. να πάμε και έξι να γυρίσουμε. Δύσκολα παιδικά χρόνια μα αξέχαστα που μας σημάδεψαν.
Μια χειμωνιάτικη μέρα λοιπόν το ίδιο σκηνικό. Όπως κάθε πρωινό τραβάμε το οδοιπορικό μας. Μας πιάνει όμως βροχή και στου δρόμου τα μισά είναι το μοιραίο ρυάκι-ποταμάκι εμπόδιο που πρέπει να διαβούμε. Τα καταφέραμε καλά-κακά και φτάσαμε σχολείο μπήκαμε στις τάξεις μούσκεμα για έξι ώρες μάθημα όπως κάθε μέρα. Κάποια στιγμή μπαίνει στην τάξη ο ταμίας του σχολείου για να εισπράξει τις -65- δραχμές που είναι η συμμετοχή κάθε μαθητή το μήνα για τους καθηγητές, καθότι το σχολείο δεν ήταν ακόμη δημόσιο και οι μαθητές τους πλήρωναν. Όποιος δεν τις είχε έφευγε μέχρι να φέρει τα χρήματα. Εγώ λοιπόν ανήκα σε αυτούς, και με έδιωξαν από το σχολείο. Εδώ θα έπρεπε να σταθώ και να σταθούμε πολύ γιατί είναι πολύ οδυνηρό σε αυτή την ηλικία που καθορίζει τη ζωή σου, να σε αποβάλλουν από την τάξη εξ αυτού του λόγου. Μπορεί αυτό ίσως να σε κάνει να απαρνηθείς το σχολείο τους δασκάλους τα μαθήματα τα όνειρα σου και να πάρεις άλλο δρόμο. Δεν συμβαίνει τίποτε από όλα αυτά, πρέπει να φέρω τις “65” δραχμές που είναι με σημερινές ισοτιμίες κάτι λιγότερο από είκοσι μόνο λεπτά του ευρώ, μα για τότε ήταν αρκετά. Φανταστείτε τα συναισθήματα όλων των εμπλεκομένων, δηλαδή συμμαθητών, και καθηγητή που είναι στην έδρα και βλέπει να αποβάλλεται ένας μαθητής του εξ αυτού του λόγου. Αλλά κυρίως μπείτε και δείτε και την ψυχολογία ενός μαθητή που φεύγει από την τάξη βρεγμένος ως το κόκκαλο, ταπεινωμένος νοιώθοντας και ένοχος μόνο για 20 λεπτά του ευρώ που δεν έχει, και να παίρνει το δρόμο της επιστροφής μόνος του όμως πια με τη πίκρα και την αδικία μέσα του να τον πνίγουν και χωρίς καμιά βοήθεια και συμπαράσταση από πουθενά. Τώρα ασφαλώς το κρίνω, εγκληματικό και εφιαλτικό όλο αυτό, αλλά για τότε μάλλον ήταν μια απλή καθημερινότητα και ρουτίνα.
Αυτή η εφηβική περιπέτεια όμως έπρεπε να πάρει τέλος. Το πρωινό ποταμάκι τώρα λογω και της έντονης βροχής φούσκωσε πολύ και έγινε επικίνδυνος και ορμητικός χείμαρρος που πρέπει να περάσω. Παίζω τη ζωή μου μονά-ζυγά ρισκάρω, η λογική μου έλειπε εκείνη τη στιγμή, είμαι μόνο “13” χρονών. Μπαίνω ασυλλόγιστα στο χορό και στο φουσκωμένο ρέμα γιατί το συναίσθημα και το ένστικτο νικά το μυαλό μου που είναι ακόμη αλλού, στην ταπείνωση που υπέστην. Πέρασα απέναντι, δεν θυμάμαι πως ακριβώς και λεπτομέρειες για να σας περιγράψω. Έμεινα όμως για λίγο έξω θαυμάζοντας το θεριό, μα υπερήφανος που το νίκησα. Κάνω ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ για να δω τις απώλειες. Είμαι μούσκεμα ίσαμε το κόκκαλο μα κρατώ τα λίγα βιβλία ΣΦΙΧΤΑ στα χέρια μου. Όμως τελικά κάτι έλειπε. Το ένα μου παπούτσι το έχασα. Πάω να ξεσπάσω σε κλάματα μα κρατήθηκα αφού είμαι εντελώς μόνος και ΕΞΩ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ. Βλέπω το παπούτσι να αρμενίζει πάνω στα ορμητικά θολά νερά σαν να χόρευε αποχαιρετώντας με. Θυμάμαι καλά πως τότε ένοιωσα μια παράξενη και έντονη ικανοποίηση, και με πιάνει ένα βουβό και ταυτόχρονα πικρό γέλιο βλέποντας το παπούτσι να αρμενίζει, και εγώ ανήμπορος θεατής πια να απολαμβάνω το θέαμα στη κορύφωση του, ως από μηχανής Θεός. Σκέφτηκα πια πιο ώριμα και θετικά, πως αντί για το παπούτσι θα μπορούσε να ήμουν εγώ ο ταξιδευτής, και με αυτή τη διαπίστωση και σε αυτή την έκσταση, αμηχανία και στάση ζωής που με συνεπήρε, έβγαλα και το έτερον πάνινο υπόδημα και το εκσφενδόνισα στα κατατροπωθέντα θολά και ορμητικά νερά και η παράσταση και περιπέτεια «ΟΥΤΩΣ ΕΤΕΛΕΥΤΗΣΕΝ».
Στο σπίτι γύρισα ξυπόλητος μεν, νικητής και τροπαιούχος δε.
* Ο Μιχάλης Βελεγράκης είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος