Χωρίσματα
ΡΟΟΥΖ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΡΟΟΥΖ

THE ROSES

Σκην.: Τζέι Ρόουτς

Πρωτ.: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Ολίβια Κόλμαν, Άντι Σάμπεργκ, Κέιτ Μακίνον

Η ειδυλλιακή οικογενειακή ζωή ενός ζευγαριού αρχίζει να καταρρέει όταν ο άντρας αρχιτέκτονας χάνει την επιτυχημένη καριέρα του κι η γυναίκα σεφ εκτοξεύει τη δική της.

Μαύρη κωμωδία που αποτελεί τη δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Γουόρεν Άντλερ, «Ο Πόλεμος των Ρόουζ» («The War of the Roses», 1981), που διασκεύασε για πρώτη φορά το 1989 ο Ντάνι ΝτεΒίτο ως σκηνοθέτης και συμπρωταγωνιστής του ζευγαριού Μάικλ Ντάγκλας και Κάθλιν Τέρνερ. Και παρότι η πρώτη διασκευή δεν είναι χωρίς τα προβλήματά της στον τρόπο που αναπαρίστανται οι χαρακτήρες κι οι έμφυλοι ρόλοι, η φετινή αντί να βελτιώνει την κατάσταση, την κάνει ακόμη χειρότερη.

Μάλλον δηλαδή πρόκειται για τη χειρότερη ταινία στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη Τζέι Ρόουτς, ενός κατά τ’ άλλα διακεκριμένου δημιουργού στο είδος της κωμωδίας, με την αριστουργηματική τριλογία του Ώστιν Πάουερς (1997, 1999, 2002), τα δύο πρώτα «Πεθερικά της συμφοράς» (2000, 2004), αλλά και σε κοινωνική θεματολογία, όπως τα ενδιαφέροντα «Trumbo» (2015) και «Bombshell» (2019).

Συγκεκριμένα, για μια ταινία που αναγνωρίζει την πατριαρχικά επιβεβλημένη φύση των συζυγικών ρόλων κι επικαλείται τον φεμινισμό, η φετινή μεταφορά είναι παράδοξα κι απογοητευτικά μονόπλευρη, διατηρώντας την ηρωίδα της μονίμως σε θέση θύτη κι απολογούμενη για όσα επιτυγχάνει, καθώς απ’ αυτά πηγάζει η δυστυχία του συζύγου της.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι όσες φορές ο Θίο αυτοεξευτελίζεται, η ταπείνωσή του είτε δε διαρκεί πολλή ώρα, είτε ανακουφίζεται από την Άιβι. Όταν αυτοεξευτελίζεται εκείνη, ο Θίο την ταπεινώνει κι απαιτεί να ζητήσει συγνώμη για τη συμπεριφορά της.

Γενικά, το σενάριο δε βασίζει τη ρήξη του ζευγαριού σε κάποιο ισότιμο ζήτημα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Θίο δε μπορεί ν’ ανεχτεί την επιτυχία της Άιβι- στάση μέσα από την οποία η ταινία θα μπορούσε να επιστρέφει στον Θίο την ειρωνεία με την οποία σατιρίζει το πατριαρχικό μοντέλο κατανομής συζυγικών ρόλων απευθυνόμενος στη γυναίκα του.

Είναι ότι το σενάριο μετατρέπει την πλεονεκτική της θέση σε μειονέκτημα, αφήνοντάς τη μονίμως εκτεθειμένη, απολογούμενη, φτάνοντας να τη σκιαγραφεί σχεδόν ως την κακιά της υπόθεσης που δε δίνει στον Θίο το σπίτι που σχεδίασε, ενώ το κρίσιμο γεγονός ότι εκείνη το πλήρωσε αναφέρεται μόλις μια φορά κατά τη διαδικασία του διαζυγίου.

Επιπλέον, η ταινία υποτίθεται ότι επιχειρεί μια αντιστροφή ρόλων σε σχέση με την πρώτη ταινία. Εκεί ο Ντάγκλας δεν παύει ποτέ να είναι ο οικονομικά ισχυρός του ζευγαριού, ενώ η Τέρνερ θέλει διαζύγιο στο πλαίσιο μιας γενικότερης και άνισα σκιαγραφημένης χειραφέτησής της.

Εδώ ο Θίο καταλήγει να εξαρτάται από την Άιβι, αλλά αυτό αποτελεί μειονέκτημα για την Άιβι, δημιουργώντας έτσι μια αναχρονιστική ανισορροπία που καταλήγει να της υφαρπάζει ακόμα και την ανατροφή των παιδιών, καθώς σε κάποιο σημείο του καυγά ο Θίο τολμάει να δηλώσει ότι αυτός μεγάλωσε τα παιδιά, επειδή έμεινε σπίτι μαζί τους τα τέσσερα από τα δεκατρία τους χρόνια: σαν να θυσίασε τη ζωή του δηλαδή, ενώ τα χρόνια ανατροφής από την Άιβι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Η συζήτηση για τα ζητήματα που εγείρει η σεναριακή ρητορική είναι πολύ μεγάλη για να εξαντληθούν εδώ, αλλά εκτός από τα παραπάνω, η ταινία είναι γεμάτη κρυόπλαστο χιούμορ, χαραμίζει τον υπερταλαντούχο Νκούτι Γκάτουα, ενώ υπερτιμά το star power του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, που όσο σπουδαίοι ηθοποιοί κι αν είναι, ωχριούν μπροστά στην πληθωρικότητα των προκατόχων τους, Ντάγκλας και Τέρνερ.

AFTERBURN: ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Σκην.: Τζέι Τζέι Πέρι

Πρωτ.: Ντέιβ Μπατίστα, Όλγκα Κουριλένκο, Κρίστοφερ Χίβγιου, Σάμιουελ Τζάκσον

Αφού μια ηλιακή έκλαμψη φέρνει την καταστροφή του σύγχρονου πολιτισμού στη Γη, ένας τυχοδιώκτης αναλαμβάνει ν’ ανακτήσει τη Μόνα Λίζα. Όταν τελικά τη βρίσκει, δεν είναι αυτό που περίμενε.
Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας βασισμένη στο ομώνυμο κόμικ των Σκοτ Τσίτγουντ, Πωλ Ενς και Γουέιν Νίκολς, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2008.

Ένα παρατεταμένο κλισέ 105 λεπτών, με κάθε δυνατή κοινοτοπία στην πλοκή, τους διαλόγους και τις ερμηνείες. Μοναδικά θέλγητρα και μετά βίας ελκυστικά δεδομένου του υλικού που τα ‘πνίγει’, το ευυπόληπτο καστ κι οι σκηνές δράσης οι οποίες είναι ικανοποιητικά έντονες, ενδεικτικές της μακρόχρονης εμπειρίας του σκηνοθέτη ως συντονιστή επικίνδυνων σκηνών (stunt coordinator), ακόμα κι αυτές όμως υπονομευμένες από τα πρόχειρα ψηφιακά εφέ.