ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ 6: ΔΕΣΜΟΙ ΑΙΜΑΤΟΣ
FINAL DESTINATION: BLOODLINES
Σκην.: Ζακ Λιπόφσκι, Άνταμ Στάιν
Πρωτ.: Κέιτλιν Σάντα Χουάνα, Τέο Μπριόνες, Ρίτσαρντ Χάρμον, Τόνι Τοντ
Μια φοιτήτρια ανακαλύπτει ότι ο επαναλαμβανόμενος εφιάλτης που βλέπει στον ύπνο της είναι το όραμα χάρη στο οποίο η γιαγιά της είχε καταφέρει ν’ αποφύγει τον επικείμενο θάνατό της όταν ήταν νέα. Ακριβώς γι’ αυτό όμως ο Θάνατος επιστρέφει για να ξαναδιεκδικήσει όχι μόνο εκείνη, αλλά κι ολόκληρη την οικογένειά της.
Έκτη προσθήκη στη σειρά ταινιών τρόμου η οποία ακολουθεί εκείνες που είχαν σκηνοθετήσει οι Τζέιμς Γουόνγκ (2000, 2006), Ντέιβιντ Ρ. Έλις (2003, 2009) και Στίβεν Κουέιλ (2011). Προσωπικά πιστεύω ότι η καλύτερη προσθήκη της σειράς είναι η δεύτερη του 2003 με τη σκηνή ανθολογίας στην οποία ένα φορτηγό γεμάτο κορμούς δέντρων σπέρνει τον θάνατο σ’ έναν αυτοκινητόδρομο. Μια σκηνή που τόσα χρόνια μετά δεν έχει χάσει την επίδρασή της κι η οποία στη φετινή προσθήκη ‘εκπροσωπεί’ το παρελθόν της σειράς με τις περισσότερες -φευγαλέες- αναφορές στο σενάριο.
Όσο για τη φετινή επανεκκίνηση, προσφέρει τους ευφάνταστους θανάτους που περιμένει κανείς, σερβιρισμένους με δόσεις αυτοαναφορικότητας που παίζουν έξυπνα με τις προσδοκίες του θεατή. Οι χαρακτήρες μεμονωμένα είναι από τους πιο φροντισμένους στην ιστορία της σειράς (τουλάχιστον για τα μέτρα της και του είδους γενικότερα), παρότι η σχέση των παιδιών με τη μητέρα που επανεμφανίζεται μετά από χρόνια αφού τα έχει εγκαταλείψει είναι αδέξια δοσμένη. Λίγη σημασία όμως έχει αυτό μπροστά στην αιμοσταγή ευρηματικότητα των θανάτων, που παραμένει η βασική και μοναδική πηγή απόλαυσης των συγκεκριμένων ταινιών.
GUNS UP
Σκην.: Έντουαρντ Ντρέικ
Πρωτ.: Κέβιν Τζέιμς, Κριστίνα Ρίτσι, Λουίς Γκουζμάν, Μελίσα Λίο
Ο Ρέι είναι ένας αστυνομικός που αναγκάζεται να εργαστεί ως μπράβος για μια συμμορία, προκειμένου ν’ αυξήσει το εισόδημά του και να εκπληρώσει το όνειρό του ν’ ανοίξει με τη γυναίκα του ένα εστιατόριο. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η αρχηγός της συμμορίας δολοφονείται και τη θέση της παίρνει κάποιος που δεν αφήνει τον Ρέι ν’ αποσυρθεί όταν το αποφασίζει.
Κωμική περιπέτεια που αποδείχτηκε ανώτερη των προσδοκιών (μου), αν κι αυτό μάλλον λέει περισσότερα για το πόσο χαμηλές ήταν αυτές, παρά για το πόσο καλή είναι η ταινία.
Το σενάριο αντιμετωπίζει με υπομονή και φροντίδα τους χαρακτήρες, αφιερώνοντας αρκετό χρόνο ώστε να μας εισαγάγει στις συνθήκες και τα κίνητρά τους, ενώ οι ερμηνείες αξιοποιούν το σενάριο για να τους δώσουν υπόσταση. Επίσης, προσφέρει άφθονη δράση, η οποία μπορεί να είναι κοινότοπη, ανταποκρίνεται όμως πλήρως στα ούτως ή άλλως χαμηλά μέτρα παραγωγής της ταινίας.
Ωστόσο, παρά τη γενικότερη ευαισθησία με την οποία το σενάριο φέρεται στους χαρακτήρες, και μάλλον ακριβώς λόγω αυτής, ξεχωρίζουν κάποια σημεία που μοιάζουν ατημέλητα. Για παράδειγμα, ως σύζυγος κι ένα παραπάνω ως αστυνομικός, ο Ρέι γιατί δεν εκπλήσσεται όταν η Άλις τον παραπέμπει για δουλειά σε μια συμμορία; Δεν αναρωτιέται για το παρελθόν της γυναίκας του; Το ζήτημα θίγεται φευγαλέα στην κλιμάκωση της πλοκής, αλλά η απάντηση δεν είναι σαφής και πειστική. Επίσης, δε θα το σχολιάσω περισσότερο για να μην το αποκαλύψω, αλλά το σχέδιο του Ίγκι είναι εντελώς ανόητο.
HURRY UP TOMORROW
Σκην.: Τρέι Έντουαρντ Σουλτς
Πρωτ.: Έιμπελ Τέσφαϊ (The Weeknd), Τζένα Ορτέγκα, Μπάρι Κιόγκαν
Ένας διάσημος τραγουδιστής προσπαθεί να συνέλθει από ερωτική απογοήτευση στη μέση μιας σειράς από συναυλίες του. Σε μία απ’ αυτές γνωρίζει μια θαυμάστριά του με τα δικά της ψυχολογικά θέματα, η οποία αρνείται ν’ αρκεστεί στο one- night stand που προκύπτει μεταξύ τους.
Ημι-βιογραφικό δράμα σε παραγωγή και συν-γραφή του καναδού πρωταγωνιστή Τέσφαϊ, ενός από τους δημοφιλέστερους σημερινούς μουσικούς παγκοσμίως, ο οποίος υποδύεται μια ομώνυμη φανταστική εκδοχή του εαυτού του (σε αντίθεση με το ‘ρεαλιστική’ δηλαδή, καθόλου υπέροχη κατά τ’ άλλα): ενός τοξικού αρσενικού που εγκαταλείπεται από την κοπέλα του, αλλά παίρνει το μάθημά του από τη θαυμάστριά του και καταλήγει μετανιωμένος (υποτίθεται) κι αναγεννημένος από τις στάχτες του (σχεδόν).
Ένα ομφαλοσκοπικό, ναρκισσιστικό πρότζεκτ, οι σκηνές του οποίου την περισσότερη ώρα λειτουργούν ως εικονογραφία βίντεο-κλιπ για το ομότιτλο άλμπουμ του τραγουδιστή που κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς και πολλά από τα τραγούδια του οποίου αποτελούν το σάουντρακ της ταινίας μαζί με τη σύνθεση του Ντάνιελ Λοπάτιν.
Έτσι λόγω της ισχνής, ερμητικής, αυτοαναφορικής πλοκής και της υποτυπώδους ανάπτυξης των χαρακτήρων, η ταινία δύσκολα ενδιαφέρει κάποιον που δεν είναι θαυμαστής του The Weeknd και δε γνωρίζει ήδη τη μουσική του.