Μονοπάτι επιστροφής

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ / THE SALT PATH

Σκην.: Μάριαν Έλιοτ

Πρωτ.: Τζίλιαν Άντερσον, Τζέισον Άιζακς

Έχοντας μόλις χάσει το αγρόκτημά τους λόγω χρεών, η Ρέινορ Γουίν κι ο σύζυγός της αποφασίζουν να διασχίσουν πεζοί το χιλίων χιλιομέτρων Μονοπάτι της Νοτιοδυτικής Ακτής της Αγγλίας, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσουν το πρόσφατο πλήγμα και να σκεφτούν το μέλλον τους.

Κοινωνικό δράμα που αφηγείται την αληθινή ιστορία του ζευγαριού, όπως αποτυπώθηκε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Γουίν, που κυκλοφόρησε το 2018.

Η σκηνοθεσία είναι άνευρη και περιστασιακά άρρυθμη, αλλά οι καλές ερμηνείες αποδίδουν νηφάλια και τρυφερά αυτή την ιστορία για την αγάπη και το πείσμα ενάντια σε κάθε αντιξοότητα.

JURASSIC WORLD: ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

JURASSIC WORLD: REBIRTH

Σκην.: Γκάρεθ Έντουαρντς

Πρωτ.: Σκάρλετ Τζοχάνσον, Τζόναθαν Μπέιλι, Μαχέρσαλα Άλι, Ρούπερτ Φρεντ

Μια φαρμακευτική εταιρεία προσλαμβάνει μια ομάδα ειδικών για να ταξιδέψει σ’ ένα νησί του Ισημερινού και ν’ αποσπάσει DNA από τρεις δεινοσαύρους, το οποίο θα χρησιμεύσει για μια σπουδαία ιατρική ανακάλυψη.

Έβδομη προσθήκη στη σειρά περιπετειών επιστημονικής φαντασίας, εμπνευσμένη από τα μυθιστορήματα του αμερικανού συγγραφέα Μάικλ Κράιτον, αποτελούμενη επίσης από τα «Jurassic Park» (Στίβεν Σπίλμπεργκ, 1993), «Jurassic Park: ο χαμένος κόσμος» («The Lost World: Jurassic Park», Στίβεν Σπίλμπεργκ, 1997), «Jurassic Park III» (Τζο Τζόνστον, 2001), «Jurassic World» (Κόλιν Τρέβορο, 2015), «Jurassic World: Το βασίλειο έπεσε» («Jurassic World: Fallen Kingdom», Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα, 2018) και «Jurassic World: Κυριαρχία» («Jurassic World: Dominion», Κόλιν Τρέβορο, 2022).

Για μια σειρά που έμοιαζε να έχει εξαντλήσει τα δημιουργικά της περιθώρια εδώ και χρόνια, η ανάθεση της σκηνοθεσίας στον Γκάρεθ Έντουαρντς έμοιαζε ελπιδοφόρα, λόγω της υποβλητικής αληθοφάνειας που χαρακτηρίζει το ύφος των προηγούμενων ταινιών του (μινιμαλιστικός σχεδιασμός παραγωγής, γήινοι και σκοτεινοί χρωματικοί τόνοι, συνθέσεις μεγάλης κλίμακας κ.α.). Εξίσου ελπιδοφόρα ήταν η επιστροφή του Ντέιβιντ Κεπ, σεανριογράφου των δύο πρώτων και καλύτερων ταινιών της σειράς.

Δυστυχώς όμως κι οι δύο ελπίδες διαψεύδονται πανηγυρικά. Από τη μία, εδώ έχουμε μία από τις περιπτώσεις όπου ο σκηνοθέτης θυσιάζει πλήρως το προσωπικό του ύφος για χάρη των επιταγών του στούντιο. Η κορεσμένη πολυχρωμία συνεχίζει το στιλ της δεύτερης τριλογίας, προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο φιλική στο -κυρίως παιδικό- μάτι και καθόλου τρομακτική όσο η ιστορία που καλείται ν’ αναδείξει. Αλλά κι η ίδια η πλοκή δεν είναι παρά αναπάντεχα διεκπεραιωτική, δεδομένης της εμπειρίας του Κεπ στη σειρά, κινούμενη μηχανικά από το ένα σημείο στο άλλο, χωρίς ίχνος γοητείας στους χαρακτήρες κι αγωνίας στις καταστάσεις. Απομένουν τα οπτικοακουστικά εφέ, που εξάλλου είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, να ξυπνούν πρόσκαιρα τις αισθήσεις, μέχρι να οδηγηθούμε στο σιωπηρό κι αμήχανο τέλος, πριν το αναπόφευκτο σίκουελ που προμηνύουν οι τεράστιες εισπράξεις του ανοίγματος το Σαββατοκύριακο που πέρασε.