Μάχη ενάντια στον εαυτό

THE SMASHING MACHINE: Η ΚΑΡΔΙΑ ΕΝΟΣ ΜΑΧΗΤΗ

THE SMASHING MACHINE

Σκην.: Μπένι Σάφντι

Πρωτ.: Ντουέιν Τζόνσον, Έμιλι Μπλαντ

Ο παλαιστής του UFC, Μαρκ Κερ, προσπαθεί να μην αφήσει την καριέρα και τη σχέση του να καταστραφούν από τα ναρκωτικά.
Βιογραφικό αθλητικό δράμα βασισμένο στο ντοκιμαντέρ «The Smashing Machine: The Life and Times of Extreme Fighter Mark Kerr» (Τζον Χάιαμς, 2002) με θέμα τη ζωή του αμερικανού Μαρκ Κερ. Ο Μπένι Σάφντι κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα σκηνοθεσίας στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας και δικαίως, αφού καθοδηγεί επιτυχημένα τον Ντουέιν Τζόνσον σε μια ταινία- ορόσημο για τη φιλμογραφία του, που σηματοδοτεί τη στροφή του σε πρότζεκτ και ρόλους καλλιτεχνικών αξιώσεων, με τις οποίες φαίνεται ότι θέλει πλέον να εμπλουτίσει τις υπερπαραγωγές που έχουν χτίσει την καριέρα του.

Ο Τζόνσον ξεκινάει αυτή τη νέα τροχιά μ’ έναν ρόλο κοντά στα προσωπικά του βιώματα, καθώς αφορά τον ευρύτερο χώρο του αθλητικού θεάματος τον οποίο γνωρίζει καλά ως πρώην παλαιστής κι ο ίδιος- αν και σε άλλο είδος πάλης. Επίσης, ο ρόλος αντικατοπτρίζει την απόπειρα του ηθοποιού και στην προσπάθειά του να ξεπεράσει μια εκδοχή του εαυτού του και να μεταβεί σε μια επόμενη. Δεδομένης της εμπορικότητάς του και του ότι άλλοι συνάδελφοί του πρώην παλαιστές, όπως ο Ντέιβ Μπατίτστα, έχουν προ πολλού επικεντρωθεί σε πιο απαιτητικές ερμηνευτικές επιλογές, ο Τζόνσον μάλλον άργησε να το πάρει απόφαση, αλλά αποδεικνύεται ότι αποφάσισε σωστά, καθώς βρίσκεται ήδη επάξια στις συζητήσεις για την οσκαρική πεντάδα του Γενάρη.

Εδώ έχει τη βοήθεια του εκπληκτικού προσθετικού μακιγιάζ από τον δύο φορές βραβευμένο με Όσκαρ, Κάζου Χίρο, ο οποίος είναι πολύ πιθανό και δίκαιο να βρεθεί ξανά υποψήφιος. Το μακιγιάζ ενισχύει μια εξαιρετική ερμηνεία, που αποκαλύπτει πολλές διαφορετικές πλευρές του ήρωα: το πάθος, την ψευδαίσθηση, την αφέλεια, την αποφασιστικότητα. Η βρετανίδα Έμιλι Μπλαντ μεταμορφώνεται επίσης δεξιοτεχνικά σε λαϊκή αμερικάνα ‘γκόμενα’, που επιμένει ν’ αγαπάει έναν ιδιότροπο κι εθισμένο άντρα. Δύο ερμηνείες που διατηρούν ενδιαφέρουσα μια κατά τ’ άλλα συνηθισμένη ιστορία μεταστροφής.

DRACULA: A LOVE TALE

Σκην.: Λικ Μπεσόν

Πρωτ.: Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Κρίστοφ Βαλτς, Ζόι Μπλου

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρουμάνος κόμης Δράκουλας αναζητά τη χαμένη μεγάλη του αγάπη στο Παρίσι.

Ταινία τρόμου που διασκευάζει για πολλοστή φορά το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, που εκδόθηκε το 1897.

Απτόητος από τις αμέτρητες κι εξαντλητικές διασκευές που έχει υποστεί το βιβλίο, ο Μπεσόν νιώθει την ανάγκη να προσφέρει τη δική του εκδοχή, χωρίς όμως να έχει κάτι συναρπαστικό να δηλώσει μ’ αυτή. Δίνει έμφαση στο αισθηματικό στοιχείο της ιστορίας, κατά τ’ άλλα όμως η ταινία χαραμίζει το ταλαντούχο καστ της με πολλούς τρόπους.

Καταρχάς, το μακιγιάζ του ηλικιωμένου Δράκουλα θυμίζει εκείνο στην εκδοχή του Κόπολα. Ακόμα κι ο Έγκερς στον περυσινό «Νοσφεράτου» του φρόντισε να διαφοροποιηθεί από τον Μουρνάου και τον Χέρτσογκ. Ο Μπεσόν εδώ μοιάζει να μην ενδιαφέρεται να καταβάλει σχετική προσπάθεια. Επίσης, το ύφος της ιστορίας αλλάζει συνεχώς, υπονομεύοντας τη συνοχή και τους στόχους της: από τον τρόμο, στο χιούμορ, στο ρομάντζο, στη δράση, στην παρωδία, μέχρι και στο μιούζικαλ φευγαλέα. Και τέλος, η παραγωγή προδίδει τον μικρό προϋπολογισμό της όταν προσπαθεί να ξανοιχτεί σκηνοθετικά, όπως στις σκηνές μάχης. Τουλάχιστον, ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς μπορεί να καθοδηγείται στερεοτυπικά από τον σκηνοθέτη, αλλά ευτυχώς είναι αρκετά επιδέξιος για να ξεχωρίσει λίγο πιο πάνω από τη μετριότητα της περίστασης.