DUNE: PART ONE

Εκτός από ταλέντο και όραμα, ένας καλός σκηνοθέτης χρειάζεται κι αυτονομία. Από τους δύο σημαντικούς δημιουργούς της εβδομάδας, τον Ντενί Βιλνέβ και την Κλόι Ζάο, μόνο ένας την είχε στη διάθεσή του.

DUNE: PART ONE

Σκην.: Ντενί Βιλνέβ

Πρωτ.: Τίμοθι Σαλαμέ, Ζεντάγια, Όσκαρ Άιζακ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Τζέισον Μομόα, Τζος Μπρόλιν, Ντέιβ Μπατίστα, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Χαβιέ Μπαρδέμ

 

Μερικές χιλιάδες χρόνια από σήμερα, ο Αυτοκράτορας αναθέτει στον ευυπόληπτο Οίκο των Ατρειδών ν΄ αντικαταστήσει τον τυραννικό Οίκο των Χάρκονεν στη διοίκηση του πλανήτη Αρράκις, περιζήτητου για το πολύτιμο μπαχαρικό που παράγει. Οι Ατρείδες φτάνουν στον πλανήτη για ν’ ανακαλύψουν πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις, που βάζουν σε κίνδυνο την επιβίωση της οικογένειας.

Ακολουθώντας την αριστουργηματική συνέχεια που χάρισε στο «Blade Runner 2049» το 2017, ο Ντενί Βιλνέβ παραμένει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας, διασκευάζοντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του Φρανκ Χέρμπερτ, που εκδόθηκε το 1965. Πρόκειται για τη δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, μετά την αμφιλεγόμενη απόπειρα του Ντέιβιντ Λιντς το 1984. Η εμπορική επιτυχία της φετινής ταινίας, εξασφάλισε την έγκριση από τις εμπλεκόμενες εταιρείες Legendary και Warner για ένα δεύτερο μέρος, που έχει ήδη προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στις αίθουσες τον Οκτώβριο του 2023.

Το πάθος του Βιλνέβ για το πρότζεκτ διακρίνεται στην αφηγηματική μεστότητα με την οποία το χειρίζεται. Δυόμιση ώρες που περνάνε χωρίς πλάτειασμα, δείχνουν το συγκεκριμένο όραμα και τον σίγουρο έλεγχο του σκηνοθέτη στο ογκώδες υλικό. Αν με την «Άφιξη» («Arrival», 2016) και το «Blade Runner» ο Βιλνέβ χρησιμοποίησε το είδος για φιλοσοφικό στοχασμό, αυτό εδώ είναι το πολιτικό κομμάτι του, μια παραβολή για τη δυτική αποικιοκρατία και τη φαυλότητα των παρασκηνίων της εξουσίας.

Ο αντίκτυπος της πλοκής μπορεί να υπονομεύεται από τον εισαγωγικό της χαρακτήρα στο ευρύτερο έπος, που ο σκηνοθέτης σκοπεύει να προεκτείνει με τις επόμενες ταινίες. Ως έχει όμως, εκπληρώνει επαρκώς τους στόχους του, εισάγοντάς μας σ’ ένα σύμπαν απόκοσμο κι επικό ταυτόχρονα, χάρη στον μινιμαλιστικό σχεδιασμό της παραγωγής, στον οποίο μας έχει συνηθίσει ο σκηνοθέτης κι εδώ εκτελείται από τον Πατρίς Βερμέτ, μαζί με την γιγαντιαίας κλίμακας φωτογραφία του Γκρεγκ Φρέιζερ, τη μαχητικά λειτουργική ενδυματολογία του Μπομπ Μόργκαν και της Ζακλίν Γουέστ, και την υποβλητική μουσική του Χανς Ζίμερ. Όπως και στην επόμενη ταινία αυτής της εβδομάδας, αξιοσημείωτη είναι επίσης η έμπνευση που αντλεί ο συγγραφέας Χέρμπερτ από την αρχαιοελληνική μυθολογία, για να την ονομασία των χαρακτήρων του και στοιχεία της πλοκής του, όπως τα παιχνίδια εξουσίας.

ETERNALS

Σκην.: Κλόι Ζάο

Πρωτ.: Τζέμα Τσαν, Ρίτσαρντ Μάντεν, Μπράιαν Ταϊρί Χένρι, Μπάρι Κίγκαν, Κουμάιλ Ναντζάνι, Αντζελίνα Τζολί, Σάλμα Χάγιεκ, Κιτ Χάρινγκτον

Οι Αιώνιοι είναι πολεμιστές σταλμένοι στη Γη πριν από χιλιάδες χρόνια για να προστατεύσουν το ανθρώπινο είδος από τα επίσης εξωγήινα τέρατα που απειλούν την επιβίωσή του. Ένα τραγικό γεγονός τους υποχρεώνει να επανενωθούν μετά από καιρό και διαπιστώνουν ότι ο σκοπός της αποστολής τους είναι τελείως διαφορετικός απ’ ό,τι νόμιζαν.

Περιπέτεια φαντασίας, η οποία μεταφέρει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο τους ήρωες που η Marvel σύστησε στις εκδόσεις της το 1976. Αποτελεί επίσης την 26η προσθήκη στο Κινηματογραφικό Σύμπαν της εταιρείας (MCU), που ξεκίνησε με τον «Iron Man» του Τζον Φαβρό το 2008.

Γράφοντας για τη σκηνοθέτρια της «Black Widow», Κέιτ Σόρτλαντ, πριν λίγο καιρό, αναρωτιόμουν αν η Κλόι Ζάο («The Rider» 2017, «Nomadland» 2020) θα κατάφερνε σε αντίθεση μ’ εκείνη, ν’ αφήσει ένα πιο ευδιάκριτο στίγμα πάνω στις αναπόδραστες απαιτήσεις του franchise που καλείται εδώ να υπηρετήσει. Η απάντηση είναι ότι το καταφέρνει μάλλον περισσότερο απ’ ό,τι η Σόρτλαντ, δυστυχώς όμως όχι αρκετά για να διαφοροποιήσει την ταινία της αισθητά από τον συρμό της Marvel.

Αφενός δηλαδή η ταινία διακρίνεται από τον τρόπο που η σκηνοθέτρια συνδέει πάντα τους ήρωές της με τον τόπο τους κι από τον σεβασμό της για τη φύση. Σ’ αυτό συμβάλλουν οι απαλοί, γήινοι τόνοι στη φωτογραφία του Μπεν Ντέιβις, αλλά και το θέμα του σεναρίου που τοποθετεί τους ανθρώπους και τους υπερήρωες σε άμεση επαφή με το φυσικό τους περιβάλλον (ακόμα κι η κλιμάκωση της πλοκής εκτυλίσσεται σε φυσικό κι όχι αστικό τοπίο, όπως στη συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών του είδους).

Αφετέρου όμως, το σενάριο που έχει γράψει η ίδια μαζί με άλλους πέντε σεναριογράφους είναι τόσο άσκοπα περίπλοκο, ώστε καταντάει μπερδεμένο, υποτιμώντας το εξαρχής φορτωμένο του καθήκον, να συστήσει και να καταστήσει ενδιαφέροντες δέκα νέους ήρωες- κάτι που καταφέρνει μόνο μερικώς. Έτσι, η ταινία καταλήγει να μοιάζει σαν μια υπερφίαλη προσπάθεια, που δεν καταφέρνει να εκπληρώσει τους πληθωρικούς της στόχους.

Στα πλεονεκτήματά της πάντως περιλαμβάνεται το εξαιρετικά εύστοχο κάστινγκ κι η συμπεριληπτικότητα του σεναρίου, με τους πιο ποικιλόμορφους χαρακτήρες στην ιστορία του MCU, όπως πλέον σωστά επιτάσσει το κοινωνικό αίτημα διευρυμένης αναπαράστασης των κοινωνικών και φυλετικών ομάδων στον κινηματογράφο.

Επίσης, όπως στο «Dune» παραπάνω, αξιοπρόσεχτη είναι η σχέση του σεναρίου με την αρχαιοελληνική μυθολογία, από την οποία όχι απλώς εμπνέεται, αλλά ανασκευάζει (retrofits) στα μέτρα της ιστορίας του- χρήση ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο ο ελληνικός και κάθε μύθος ποτέ δεν ήταν στατικός και γεωγραφικά περιορισμένος, αλλά ανοιχτός και προσαρμόσιμος σε διαφορετικές εποχές και πολιτισμικά πλαίσια.

VENOM 2

VENOM: LET THERE BE CARNAGE

Σκην.: Άντι Σέρκις

Πρωτ.: Τομ Χάρντι, Μισέλ Γουίλιαμς, Γούντι Χάρελσον, Ναόμι Γουίλιαμς Ο Έντι Μπροκ/ Venom πρέπει ν’ αντιμετωπίσει έναν δολοφόνο, που μολύνεται με την ίδια εξωγήινη ουσία όπως εκείνος και μεταμορφώνεται στο υπερφυσικό τέρας Carnage. Περιπέτεια φαντασίας η οποία αποτελεί συνέχεια της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας που σκηνοθέτησε ο Ρούμπεν Φλάισερ το 2018, μεταφέροντας στον κινηματογράφο τον αντι-ήρωα των κόμικ της Marvel, που πρωτοεμφανίστηκε στα τεύχη της το 1984. Η αλλαγή σκηνοθέτη δε βοήθησε αυτή τη συνέχεια, που προέκυψε σεναριακά και σκηνοθετικά χαοτική, ερμηνευτικά επιτηδευμένη και μ’ ένα γενικό αίσθημα βιαστικής διεκπεραίωσης, αφού σε πολύ μικρό χρόνο στριμώχνει μια απλοϊκά κοινότοπη ιστορία που όχι απλώς δεν προσπαθεί να φρεσκάρει τις συμβάσεις της, αλλά αυτο- υπονομεύεται από την ασυναρτησία των μέσων με τα οποία τις υπηρετεί.

Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ 2

HALLOWEEN KILLS

Σκην.: Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν

Πρωτ.: Τζέιμι Λη Κέρτις, Τζέιμς Τζουντ Κόρτνι, Τζούντι Γκριρ, Άντι Μάτιτσακ Την ημέρα του Halloween του 2018 ο Μάικλ Μάγιερς συνεχίζει να σπέρνει τον τρόμο δολοφονώντας ενήλικες και παιδιά σε μια επαρχιακή αμερικανική πόλη.

Δωδέκατη προσθήκη στη δημοφιλή κινηματογραφική σειρά τρόμου, που ξεκίνησε με το «Halloween» του Τζον Κάρπεντερ το 1978 (η αρίθμηση στον ελληνικό τίτλο είναι άστοχη και παραπλανητική). Παρότι φτιαγμένη από τον ίδιο σκηνοθέτη- υπεύθυνο και για το reboot του 2018, αυτή εδώ είναι μια αναπάντεχα κατώτερη συνέχεια, που υποφέρει από διάτρητη σεναριακή λογική και πλήθος σκηνών που στερούνται στοιχειώδη εσωτερική συνέπεια κι αληθοφάνεια.