FAST AND FURIOUS: HOBBS AND SHAW

Μια ταινία δράσης με υψηλές προδιαγραφές, αλλά χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.

FAST AND FURIOUS: HOBBS AND SHAW

Σκην.: Ντέιβιντ Λιτς

Πρωτ.: Ντουέιν Τζόνσον, Τζέισον Στέιθαμ, Ίντρις Έλμπα, Βανέσα Κέρμπι

Ο πράκτορας του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, Λουκ Χομπς, κι ο χειρότερος εχθρός του, πρώην βρετανός κατάσκοπος Ντέκαρτ Σω, πρέπει να συνεργαστούν για ν’ αποτρέψουν την εξάπλωση ενός θανατηφόρου ιού, τον οποίο έχει “παγιδέψει” στο σώμα της η Χάτι, επίσης κατάσκοπος κι αδερφή του Σω.

Περιπέτεια που αποτελεί το πρώτο spin-off, δηλαδή παρακλάδι, στη δημοφιλέστατη σειρά αυτοκινητιστικής δράσης «Fast and Furious» κι ο αποκλειστικός λόγος ύπαρξής του είναι η υπέρμετρη φιλοδοξία του ενός από τους δύο πρωταγωνιστές, Ντουέιν Τζόνσον, η περίπτωση του οποίου νομίζω ότι αξίζει να συζητηθεί σύντομα με αφορμή τη συγκεκριμένη ταινία.

Ο πρώην παλαιστής Τζόνσον λοιπόν, εισήλθε στον κινηματογράφο μέσα από έναν δεύτερο ρόλο ως Scorpion King στο «Η μούμια επιστρέφει» («The Mummy Returns», Στίβεν Σόμερς, 2001), σε μια σκηνή διαβόητη για μερικά από τα πιο κακότεχνα οπτικά εφέ στην κινηματογραφική ιστορία.

Ωστόσο, σε μια εξέλιξη που αναδρομικά μπορεί να ερμηνευτεί ως πρώιμη ένδειξη της πρωταγωνιστικής του δυναμικής και της απτόητης επαγγελματικής του φιλοδοξίας, την αμέσως επόμενη χρονιά ο ηθοποιός απέκτησε το δικό του spin-off με το «The Scorpion King» (Τσακ Ράσελ, 2002). Παρά τη σχετικά ικανοποιητική εμπορική πορεία της ταινίας, ο Τζόνσον πέρασε την επόμενη δεκαετία πρωταγωνιστώντας σε δευτεροκλασάτα σχέδια, κυρίως περιπετειώδη, χωρίς να καταφέρνει να γοητεύσει το ευρύ κοινό.

Ώσπου το 2011 συνέβη μια μοιραία διασταύρωση που δείχνει γι’ ακόμη μια φορά πώς θεμελιώδη και φαινομενικά αυτονόητα στοιχεία μιας ταινίας, όπως το κάστινγκ, μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση όχι απλώς μιας ταινίας, αλλά μιας ολόκληρης σειράς και μιας ολόκληρης καριέρας.

Ο Τζόνσον επιλέχτηκε ως βασικός ανταγωνιστής των ηρώων στο «Μαχητές των δρόμων: ληστεία στο Ρίο» («Fast Five», Τζάστιν Λιν), που σηματοδότησε την αναγέννηση της συγκεκριμένης σειράς, η οποία αποδόθηκε δικαίως μεταξύ άλλων στη σαρωτική παρουσία του Τζόνσον.

Έκτοτε ο ηθοποιός έγινε σταθερό μέλος του καστ, ενώ χάρη και στην εισπρακτική τόνωση που έφεραν οι διαδοχικές του συμμετοχές στα «Ταξίδι 2: το μυστηριώδες νησί» («Journey 2: the Mysterious Island», Μπραντ Πέιτον, 2012) και «G.I Joe: αντίποινα» («G.I Joe: Retaliation», Τζον Μ. Τσου, 2013), ο ηθοποιός κέρδισε το παρατσούκλι “franchise viagra”.

Με τα χρόνια, η εμπορική δύναμη του Τζόνσον συνέχισε ν’ αυξάνεται τόσο, ώστε να είναι σε θέση να κοντράρει ευθέως τον Βιν Ντίζελ στο πλατό των «Fast and Furious» και ν’ απαιτεί το ατομικό του spin-off, το οποίο όχι μόνο πραγματοποιήθηκε, αλλά ανέβαλε για έναν χρόνο την ένατη ταινία της σειράς που ήταν προγραμματισμένη για φέτος και διέρρηξε τις σχέσεις του ηθοποιού με τους συμπρωταγωνιστές του. Το «Fast 9» θα φτάσει τελικά στις αίθουσες τον επόμενο Μάιο, αυτή τη φορά όμως χωρίς τον Τζόνσον, αφού το τίμημα για την ανεξαρτησία του ήταν η αποβολή του από το επόμενο τουλάχιστον τακτικό επεισόδιο της σειράς.

Αναφορικά με την ίδια την ταινία, διατηρεί τη σχέση της με την υπόλοιπη σειρά όσο πιο έμμεση μπορεί.  Ο τίτλος της ταινίας και τα ονόματα των χαρακτήρων αποτελούν απλώς τυπικά συνδετικά στοιχεία, ενώ εξίσου αδύναμη είναι η αόριστη φευγαλέα αναφορά σε κάποια γεγονότα της Νέας Υόρκης (του «Fast 8»), και την επαγγελματική ενασχόληση της οικογένειας του Χομπς με τα ‘φτιαγμένα’ αυτοκίνητα, που θα μπορούσαν να λειτουργούν υπό οποιοδήποτε πλαίσιο, αφού απουσιάζει η παραμικρή αναφορά ή έστω σύντομο πέρασμα κάποιου από τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς, ενώ η καταδίωξη με το ελικόπτερο στην κλιμάκωση, παρότι ως ιδέα διαθέτει όλη την ιδιότυπη εξωφρενικότητα της σειράς, υπονομεύεται από την ψηφιακή αναληθοφάνειά της.

Έτσι, η ταινία μπορεί να σταθεί μόνη της σαν οποιαδήποτε περιπέτεια, χωρίς πολλά να την ξεχωρίζουν ως προσθήκη των «Fast and Furious», καθώς καταλήγει τυπικό δείγμα της φιλμογραφίας του Τζόνσον: υπερβολικά αυτάρεσκο θέαμα, γεμάτο πρόσφορες, πλούσιες αλλά ελάχιστα πειστικές και καθόλου κρίσιμες σκηνές δράσης, πνιγμένο στην επιτηδευμένη χημεία με τον Στέιθαμ που ‘αρμέγεται’ άνοστα μέχρι τελευταίου πλάνου, διανθισμένη από εξίσου άχαρα cameo δύο κωμικών σταρ.

Τα περισσότερα από 700 εκατομμύρια δολάρια που απ’ ό,τι φαίνεται θα εισπράξει η ταινία παγκοσμίως, προεξοφλούν με σχεδόν απόλυτη σιγουριά μια συνέχεια, για την οποία προσωπικά δεν ανυπομονώ καθόλου. Ανυπομονώ αντιθέτως για το ένατο επεισόδιο που θα δούμε του χρόνου, καθώς σηματοδοτεί την επιστροφή του σκηνοθέτη Τζάστιν Λιν στη σειρά, ο οποίος μας χάρισε τα δύο καλύτερα επεισόδιά της, το πέμπτο και το έκτο, τα οποία αποτελούν επίσης δύο από τις καλύτερες προσθήκες στην ιστορία του είδους της δράσης.