Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΡΥΠΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Η διασκεδαστικότερη ταινία ενός από τους καλύτερους έλληνες σκηνοθέτες.

/Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΡΥΠΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ/

Σκην.: Γιάννης

Οικονομίδης

Πρωτ.: Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννης Τσορτέκης, Στάθης Σταμουλακάτος

Στη σημερινή ελληνική επαρχία η Όλγα αναζητάει διέξοδο από τον ατυχή γάμο της με τον επιχειρηματία Ηρακλή στον έρωτά της με τον Μάνο, πρώην λαϊκό τραγουδιστή και νυν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου. Εγκαταλείπει τον άντρα της παίρνοντας μαζί της ένα εκατομμύριο ευρώ κι ο Ηρακλής, με την παρότρυνση της μητέρας του, θα οργανώσει εκδίκηση. Αυτό που δεν ξέρει, είναι ότι ο Μάνος κι η δική του μητέρα έχουν το δικό τους σχέδιο.

Μαύρη κωμωδία εγκλήματος, που αποτελεί την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Οικονομίδη, μετά από τα «Σπιρτόκουτο» (2003), «Η ψυχή στο στόμα» (2006), «Μαχαιροβγάλτης» (2010) και «Το μικρό ψάρι» (2014).

Ο Οικονομίδης ελαφραίνει όσο μεγαλώνει ή τουλάχιστον έχει αρχίσει και καλλιεργεί την ελαφρότερη πλευρά του, που κρυφο-φάνηκε ήδη από τη χαραμάδα του σαρωτικού «Σπιρτόκουτου». Παρά τον ζόφο δηλαδή των ταινιών του που το ακολούθησαν, δεν αμφισβητείται ότι ο σκηνοθέτης είχε δείξει από νωρίς την ικανότητά του για μαύρο χιούμορ, το οποίο, όπως τόσο σπάνια συμβαίνει πια, πήγαζε αβίαστα κι έμμεσα, όχι από επιφανειακές εξυπνάδες, αλλά από την εξαντλητική σεναριακή και σκηνοθετική επεξεργασία των χαρακτήρων.

Εδώ λοιπόν αυτό το αίσθημα μεγενθύνεται περισσότερο από κάθε προηγούμενη δουλειά του. Φτιάχνει την πιο ανάλαφρη ταινία του, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι πρόκειται για μια ταινία feelgood, απλώς ότι αποτελεί την πιο σκόπιμα κωμική. Συνεπής με την προηγούμενη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, εκτυλίσσεται μέσα στο γνώριμο οικονομιδικό σύμπαν ελληνικής αδιέξοδης σαπίλας, μόνο που, όπως είχε αρχίσει να συμβαίνει από το «Ψάρι», αυτό είναι πλέον πιο φωτεινό φωτογραφικά. Οι χαρακτήρες επίσης εκφράζονται με το γνώριμο ιδίωμα της οργισμένης επαναλαμβανόμενης βωμολοχίας, αλλά όχι με τη συχνότητα των προηγούμενων ταινιών και με πιο κωμικές συνθήκες να αντισταθμίζουν τις εκρήξεις τους.

Από τη στιγμή που ενεργοποιούνται τα σχέδια των δύο αντίπαλων πλευρών, το σενάριο παραμελεί το κεντρικό ζευγάρι κι επικεντρώνεται, αν όχι αναλώνεται, στις απανωτές ανατροπές, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι καλύτερα εδραιωμένες στις σχέσεις των χαρακτήρων, ώστε να προκαλούν μεγαλύτερη έκπληξη. Δεν είμαι σίγουρος δηλαδή ότι το κίνητρο κι η ισχύς των θυτών είναι αρκετά ριζωμένα και πειστικά.

Παρόλαυτά, η απόλαυση της ταινίας έρχεται απ’ αυτό που ο Οικονομίδης ξέρει να κάνει καλύτερα: τη σύγκρουση, μέσα από την επιλογή και την καθοδήγηση των ηθοποιών, τους διαλόγους και το ερμηνευτικό ύφος. Συγκεντρώνει παλιά πρόσωπα του κόσμου του (Παπαδοπούλου, Τσορτέκης, Σταμουλακάτος, Γιώργος Γιαννόπουλος, Δημήτρης και Λάζαρος Μαυρίδης, Βαγγέλης Μουρίκης και Πέτρος Ζερβός), αλλά και νέα που ελπίζουμε ότι θα ξαναδούμε (ο πρωταγωνιστής Μπισμπίκης κι η Λένα Κιτσοπούλου σ’ ένα σύντομο αλλά ταιριαστό πέρασμα), μαζί με μη- ηθοποιούς, όπως οι απολαυστικές Βασιλική Καλλιμάνη και Σοφία Κουνιά που υποδύονται τις δαιμόνιες, βιτριολικές μητέρες. Η τρύπες στις καρδιές των χαρακτήρων συμβολίζουν τον έρωτα, το έγκλημα, την παρακμή. Η πλοκή ξετυλίγεται μέσα από τις επιμέρους συγκρούσεις τους, πολλαπλές, κλιμακούμενες και στη διαπασών, με φρέσκιες ατάκες οικονομιδικής ανθολογίας και δομική πληρότητα κι αυτοτέλεια που παραπέμπουν σε ταινία μικρού μήκους.

Η φαυλότητα κι η κουτοπονηριά των χαρακτήρων υπογραμμίζεται από το παιχνιδιάρικο νουάρ σάουντρακ του Ζαν- Μισέλ Μπερνάρ, ενώ το λούμπεν λαϊκό ιδίωμα σατιρίζεται μέσα από δύο τραγούδια που ερμηνεύει ο Γιώργος Γιαννόπουλος, τη διασκευή του «Παρ’ τον δρόμο» των Harry K. και Ηλία Φιλίππου, που υπήρξε επιτυχία του Νότη Σφακιανάκη, αλλά και το «Τρύπια καρδιά», που έγραψαν οι ίδιοι ειδικά για την ταινία και που θα μπορούσε να γίνει ένα κανονικό σουξέ στο ρεπερτόριο του είδους.