JAMES BOND: NO TIME TO DIE

Ποτέ μια ταινία Μποντ δε μας άφησε τόσο αναποφάσιστους. Προειδοποιούμε ότι το κείμενο περιέχει αποκαλύψεις (spoilers) για τις εκπλήξεις της πλοκής. Συνεπώς θα ήταν καλύτερο να διαβαστεί μετά τη θέαση της ταινίας.

 

NO TIME TO DIE

Σκην.: Κάρι Τζότζι Φουκουνάγκα

Πρωτ.: Ντάνιελ Κρεγκ, Λέα Σεντού, Ράμι Μάλεκ, Άνα ντε Άρμας, Λασάνα Λιντς, Ρέιφ Φάινς, Ναόμι Χάρις, Μπεν Γουίσο

Ο πρώην πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, Τζέιμς Μποντ, έχει αποσυρθεί σε μια ήσυχη και μοναχική ζωή στη Τζαμάικα, όταν δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη του συναδέλφου του από τη CIA, Φίλιξ Λάιτερ, που του ζητάει να τον βοηθήσει να εντοπίσει έναν απαγμένο επιστήμονα. Παρά την αρχική του απροθυμία, ο Μποντ τελικά δέχεται, καθώς του δίνεται η ευκαιρία να ξεδιαλύνει οριστικά τα βασανιστικά μυστήρια του παρελθόντος του.

Πρόκειται για την 25η προσθήκη στην επίσημη κινηματογραφική σειρά κατασκοπικών περιπετειών της ΕΟΝ Productions, που ξεκίνησε το 1962 βασισμένη στον λογοτεχνικό ήρωα του βρετανού συγγραφέα Ίαν Φλέμινγκ. Αποτελεί επίσης την πέμπτη και τελευταία ταινία της σειράς με πρωταγωνιστή τον 53χρονο Ντάνιελ Κρεγκ, ο οποίος την οδήγησε σε μια νέα χρυσή καλλιτεχνική κι εισπρακτική εποχή μέσα από τα «Casino Royale» (Μάρτιν Κάμπελ, 2006), «Quantum of Solace» (Μαρκ Φόστερ, 2008), «Skyfall» (Σαμ Μέντες, 2012) και «Spectre» (Σαμ Μέντες, 2015).

Την πρώτη φορά που ανακοινώθηκε η ταινία, είχε προγραμματιστεί για το φθινόπωρο του 2019. Έκτοτε η ημερομηνία εξόδου της υπέφερε πέντε αναβολές, τις μισές λόγω προβλημάτων στην παραγωγή (ο αρχικός σκηνοθέτης που αποχώρησε ήταν ο Ντάνι Μπόιλ των «Trainspotting» και «Slumdog Millionaire») και τις άλλες μισές λόγω COVID. Πριν δύο εβδομάδες, η ταινία έφτασε επιτέλους αποκλειστικά στις αίθουσες του κόσμου (κι ευτυχώς όχι σε πλατφόρμες, όπως έγινε με άλλες υπερπαραγωγές στη διάρκεια της πανδημίας), για ν’ αποκαλυφθεί ως η πιο ρηξικέλευθη κι αμφιλεγόμενη εξόρμηση στην 59χρονη κινηματογραφική ιστορία του ήρωα.

Ο Φουκουνάγκα διεκπεραιώνει ικανοποιητικά όσες από τις συμβάσεις της σειράς παραμένουν άθικτες, αλλά είναι οι συμβάσεις που ανατρέπονται οι οποίες χαρακτηρίζουν την ταινία και δημιουργούν ανάμεικτα συναισθήματα σε λάτρεις του ήρωα και απλούς θεατές. Οι τρεις θεμελιώδεις ανατροπές της πλοκής αλλάζουν ριζικά την εικόνα του ήρωα όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τώρα, ακόμα και στη θητεία του Κρεγκ. Γι’ αυτό, αν πρόκειται να συζητηθεί η ταινία θα πρέπει αναγκαστικά ν’ αναφερθούμε σ’ αυτές και συνεπώς προτρέπουμε όσους δεν την έχουν δει ακόμα, να σταματήσουν την ανάγνωση εδώ.

Σε κείμενό μου στο lifo.gr τον Σεπτέμβριο του 2018 με τίτλο «Για όλα φταίει ο Ντάνιελ Κρεγκ», σχετικά με την επικείμενη τότε έναρξη των γυρισμάτων της ταινίας, είχα γράψει: “Η πιο ισχυρή φήμη πάντως αφορά τον πιθανό θάνατο του Μποντ […] Προσωπικά, παρότι πιστεύω πως δεν θα ήταν αταίριαστο με το γενικότερο μελαγχολικό ύφος που έχει υιοθετήσει η συγκεκριμένη φάση της σειράς, θα επιθυμούσα περισσότερο μια θριαμβική αποχώρηση, με τον Μποντ ολοζώντανο και πάντα διαθέσιμο να επιστρέψει στην υπηρεσία.

Μου φαίνεται παράδοξο δηλαδή να πεθάνει ένας ήρωας που μια ζωή επιβιβάζεται σε αεροπλάνα αφού αυτά έχουν απογειωθεί”. Το ίδιο εξακολουθώ να αισθάνομαι και σήμερα. Ως τώρα δηλαδή ο Μποντ ήταν ο ήρωας που κατάφερνε να διαφύγει με τον πιο εξωφρενικά ευρηματικό τρόπο ακόμα κι από τη φαινομενικά πιο αναπόδραστη συνθήκη. Αυτή ήταν για μένα η θεμελιωδέστερη χαρά, καθώς παρακολουθούσα τον χαρακτήρα και το κοσμοπολίτικο σύμπαν του. Ο Μποντ ενσάρκωνε την αρχετυπική φαντασίωση ελπίδας κι αλύγιστης επιμονής.

Η φετινή ταινία αναιρεί αυτή τη σύμβαση κι οδηγεί για πρώτη φορά τον ήρωα στον θάνατο. Το αν το κάνει εύκολα ή όχι είναι συζητήσιμο. Σίγουρα όμως δεν το κάνει αβάσιμα, καθώς στην πορεία έχει χτίσει την πιο συναισθηματικά φορτισμένη πλοκή στην ιστορία της σειράς, φροντίζοντας να του παράσχει ομολογουμένως ένα πολύ ισχυρό κίνητρο πριν καταλήξει στη συγκεκριμένη έκβαση, ενώ το γόητρό του βοηθιέται από το γεγονός ότι καταφέρνει να ολοκληρώσει για μια ακόμα φορά την αποστολή του, να λάβει μόνος του την αποφάση που θα τον οδηγήσει στον θάνατο, και όχι να σκοτωθεί από τον εχθρό του.

Μέχρι να φτάσει εκεί, η πλοκή έχει αναδιαμορφώσει ριζικά τον ήρωα. Αρχικά, του έχει αφαιρέσει τον υπηρεσιακό του κωδικό και τον έχει δώσει σε μια μαύρη γυναίκα συνάδελφό του. Μια λογική εξέλιξη, που εξυπηρετεί ενδο- κι εξω- αφηγηματικές λειτουργίες: αφενός, η ταινία ξεκινάει με τον Μποντ να έχει παραιτηθεί από την υπηρεσία, συνεπώς ο αριθμός του εύλογα μεταφέρεται σε άλλον πράκτορα. Αφετέρου, το φύλο και το χρώμα της αντικαταστάτριάς του αποτελούν το καλύτερο τέχνασμα, ώστε οι συντελεστές να διασκεδάσουν τη φημολογία για ενδεχόμενη διαδοχή του Κρεγκ στον ρόλο από γυναίκα ηθοποιό- κάτι που η ίδια η παραγωγός των ταινιών, Μπάρμπαρα Μπρόκολι, έχει αποκλείσει κατηγορηματικά και που προσωπικά επίσης πιστεύω θα ήταν ανάρμοστο για λόγους που δεν υποβαθμίζουν καθόλου τη σημασία της θηλυκής/ φεμινιστικής αντιπροσώπευσης στον κινηματογράφο. Με τον χαρακτήρα της Νόμι λοιπόν, ενσαρκωμένο με ευφυία και δυναμισμό από τη Λασάνα Λιντς, είναι σαν η ταινία να παραδέχεται -ορθά- ότι μια γυναίκα θα έκανε εξίσου καλή δουλειά με τον Μποντ, χωρίς να θέτει το φύλο του ήρωα υπό διαπραγμάτευση.

Αυτή είναι η πιο ανώδυνη ανατροπή από τις τρεις που επιφυλάσσει το σενάριο, καθώς είναι η πιο συνεπής αφηγηματικά. Οι άλλες δύο, είναι αυτές που είτε παραμορφώνουν, είτε εμπλουτίζουν την εικόνα του ήρωα, αναλόγως την οπτική του καθενός. Προσωπικά δυσκολεύομαι ακόμη να συμβιβαστώ με έναν Μποντ που όχι απλώς αποκτά γυναίκα και παιδί, αλλά στο τέλος πεθαίνει κι από πάνω.

Πάρα πολλές αλλαγές για μία ταινία, που (μου) μοιάζουν ταυτόχρονα δόκιμες κι επιτηδευμένες. Δεδομένης δηλαδή της σοβαρότερης και δραματικότερης προσέγγισης στον ήρωα που έχει υιοθετήσει η περίοδος Κρεγκ, καμία από τις δύο αυτές εξελίξεις δε μοιάζει αταίριαστη, ούτε καν περιττή. Ο Μποντ του Κρεγκ από την πρώτη κιόλας ταινία του έψαχνε μια διέξοδο από το επάγγελμα του δολοφόνου και να που εδώ τη βρίσκει στην ιδανική μορφή της. Ακόμα και τώρα όμως, δε μπορεί να τη χαρεί, γιατί ακριβώς ως ο υπέρτατος στυγνός επαγγελματίας που είναι, προτιμά να θυσιαστεί παρά να γαντζωθεί από την απειροελάχιστη ελπίδα στην απόλυτη ευτυχία.

Κι είναι καλά όλα αυτά, απλώς δεν έχω πειστεί ακόμα και τώρα ότι αφορούν τον Μποντ. Όσο βλέπω δηλαδή την ταινία, τη βρίσκω συνεπή και συγκινητική. Μετά που θυμάμαι σε ποια σειρά ανήκει, το μυαλό μου δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με όσα είδε. Δυσκολεύομαι δηλαδή να δεχτώ ότι εκεί που πηγαίναμε να δούμε κάτι ανέμελο κι αισιόδοξο, ξαφνικά έχουμε καταλήξει να βλέπουμε κάτι που θα ήθελε να γίνει ‘Σαίξπηρ’. Και δεν καταφεύγω αναγκαστικά την ελαφρότερη όλων εποχή του Ρότζερ Μουρ.

Ακόμα και το «Casino Royale» του Κρεγκ, παρά τη σοβαρότητά του, δεν ξεχνούσε ποτέ ότι η πρώτη του προτεραιότητα ήταν η εκτονωτική, ανακουφιστική δράση (στα υψηλά μέτρα της οποίας δεν κατάφερε ν’ αντεπεξέλθει καμία από τις επόμενες), χωρίς το δράμα να υποτιμάται λεπτό. Από τον Μέντες και μετά, η περίοδος Κρεγκ πέρασε ένα ‘λίφτινγκ καλλιτεχνίζουσας υπερ-δραματοποίησης’, που κορυφώνεται εδώ με τον πιο πληθωρικό τρόπο. Ή απλώς πάλι, είμαι ένας συντηρητικός, στενόμυαλος οπαδός του ήρωα με μια πολύ περιορισμένη εικόνα του, την οποία θα πρέπει να μάθω ν’ αναδιαμορφώνω, αποδεχόμενος τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος. Να ωριμάσω δηλαδή. Ίσως. Ο χρόνος θα δείξει.

Εκεί που δεν αμφιβάλλω καθόλου για το πώς νιώθω πάντως, είναι για τη μοναχική, δυσοίωνη, στοιχειωτική μελωδία του τραγουδιού τίτλων της Μπίλι Άιλις, που ήδη βραβεύτηκε δικαίως με Grammy, κι εκτός σοβαρού απροόπτου θα κερδίσει και το Όσκαρ τον ερχόμενο Μάρτιο. Για μία από τις καλύτερες σεκάνς πριν από τους τίτλους αρχής στην ιστορία της σειράς, σαν μια αυτόνομη μικρού μήκους που υπόσχεται περισσότερα απ’ όσα εκπληρώνονται στην υπόλοιπη ταινία: με τον Σάφιν στις τρομακτικότερες σκηνές του και με μια σεκάνς στην πανέμορφη Ματέρα που εναλλάσσει συγκίνηση, ρομαντισμό, συναισθηματική ένταση κι ευρηματική δράση.

Για έναν Κρεγκ σε απόλυτο έλεγχο του ρόλου του, τον οποίο ερμηνεύει γι’ ακόμη μια φορά με μαγνητική άνεση, γοητεία και πυγμή, που -στα μάτια μου- τον καθιστούν ισάξιο του Σων Κόνερι. Για μια Άνα ντε Άρμας χαριτωμένη, σέξι κι επιδέξια θανάσιμη. Για την άσπιλη γκαρνταρόμπα του Κρεγκ, που αυτή τη φορά επιμελείται η Σούτιρατ Ανν Λάρλαρμπ σε συνεργασία με τον Τομ Φορντ, ο οποίος ράβει τον ήρωα από το «Quantum of Solace» και μετά. Και για την άλλοτε θριαμβική, άλλοτε ρομαντική κι άλλοτε ελεγειακή μουσική του Χανς Ζίμερ που έγραψε μαζί με τον Στιβ Μαζάρο, έστω κι αν η επανάχρηση θεμάτων και του κλασικού τραγουδιού «We Have All the Time in the World» του Τζον Μπάρι από το «Στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος» («On Her Majesty’s Secret Service», Πίτερ Χαντ, 1969) συγκαταλέγονται για μένα στα αμφιλεγόμενα στοιχεία της ταινίας.

Ο θάνατος του Μποντ απλώς οριστικοποιεί την αυτοτέλεια της περιόδου του Κρεγκ, αλλά σε καμία περίπτωση δε σηματοδοτεί το κινηματογραφικό τέλος του ήρωα. Η ανυπομονησία έχει ήδη ξεκινήσει ώσπου ν’ ανακοινωθεί ο επόμενος ενσαρκωτής του και να εκπληρωθεί η τελευταία φράση των τίτλων τέλους που συναντάται ακόμα και σ’ αυτή την προσθήκη, ότι ο Τζέιμς Μποντ θα επιστρέψει. Εξάλλου, να θυμίσουμε ότι όταν ο Ραούλ Σίλβα (Χαβιέ Μπαρδέμ) ρώτησε τον Μποντ στο «Skyfall» ποιο είναι το αγαπημένο του χόμπι, εκείνος αποκρίθηκε: “Η ανάσταση”.