ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ - DOLORY GLORIA

Την ωριμότητα φέρνει η επίγνωση, όχι η ηλικία.

ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ

DOLOR Y GLORIA

Σκην.: Πέδρο Αλμοδόβαρ

Πρωτ.: Αντόνιο Μπαντέρας, Ασιέρ Ετσεαντία, Λεονάρντο Σμπαράλια, Νόρα Νάβας, Πενέλοπε Κρουζ

Ένας διάσημος κινηματογραφικός σκηνοθέτης περνάει δημιουργική και ψυχολογική κρίση, κατά την οποία νοσταλγεί τα παιδικά του χρόνια, τη μητέρα του και τον μεγάλο του έρωτα.

Ημι-αυτοβιογραφικό δράμα, για το οποίο ο Μπαντέρας κέρδισε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο φετινό φεστιβάλ Καννών. Ο Αλμοδόβαρ εξομολογείται τα πάθη, τις κρίσεις και τα αδιεξόδά του σ’ έναν μεστό, γαλήνιο, ώριμο απολογισμό.

Ένας γλυκόπικρος, νοσταλγικός αναστοχασμός που συμφιλιώνει τον ήρωά του με το πέρασμα του χρόνου, τη φθορά του σώματος, τη μόνιμη ανησυχία του πνεύματος, το ανεκπλήρωτο, τη βιολογική και συναισθηματική απώλεια των αγαπημένων προσώπων.

Μια ζωή βιωμένη με ζέση και λαχτάρα, αποσταγμένη στα έντονα και πυκνά χρώματα που εξασφαλίζει η φωτογραφία του Χοσέ Λουίς Αλκάινε, θεμελιώδη στην οπτική ταυτότητα του σκηνοθέτη. Στο επίκεντρο ο Σαλβαδόρ, ψύχραιμος, κουρασμένος, συνειδητοποιημένος αλλά ακόμα ευάλωτος, σαν να έχει φτάσει στο τέλος, τουλάχιστον ενός μεγάλου κύκλου.

Διάχυτη ανάμεσα σ’ όλα αυτά η σινεφιλία του σκηνοθέτη, ο οποίος διακοσμεί άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο διακριτικά τον αφηγηματικό του χώρο με αντικείμενα (DVD, αφίσες, βιβλία κ.α.) που αφορούν αγαπημένες του ταινίες και δημιουργούς. Μια αγάπη που κορυφώνεται στο τελευταίο πλάνο, όπου δηλώνεται η ταύτιση κινηματογράφου και ζωής, αλλά κι η καθαρτήρια λειτουργία του για τον δημιουργό.

 

ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗΣ: ΣΚΟΤΕΙΝΟ  ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

TERMINATOR: DARK FATE

Σκην.: Τιμ Μίλερ

Πρωτ.: Λίντα Χάμιλτον, Μακένζι Ντέιβις, Νατάλια Ρέιες, Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, Γκάμπριελ Λούνα

Αφού απέτρεψε την εξέγερση των μηχανών εναντίον της ανθρωπότητας τον Αύγουστο του 1997, η Σάρα Κόνορ μαθαίνει ότι το πεπρωμένο δεν έχει αλλάξει, αλλά απλώς αναβλήθηκε με άλλη μορφή. Έτσι, πρέπει τώρα να βοηθήσει τη μαχήτρια Γκρέις που έχει σταλεί από το μέλλον για να προστατεύσει την επόμενη ηγέτρια της αντίστασης ενάντια στην τεχνητή νοημοσύνη, από έναν νέο, πανίσχυρο Εξολοθρευτή που έχει επίσης σταλεί για να την αφανίσει.

Έκτη προσθήκη στη σειρά περιπετειών επιστημονικής φαντασίας, μετά από τα «Ο Εξολοθρευτής» («The Terminator», Τζέιμς Κάμερον, 1984), «Εξολοθρευτής 2: Μέρα Κρίσης» («Terminator 2: Judgment Day», Τζέιμς Κάμερον, 1991), «Εξολοθρευτής 3: η εξέγερση των μηχανών» («Terminator 3: rise of the machines», Τζόναθαν Μόστοου, 2003), «Εξολοθρευτής: η σωτηρία» («Terminator: salvation», McG, 2009) και «Εξολοθρευτής: Γένεsys» («Terminator: Genisys», Άλαν Τέιλορ, 2015). Ωστόσο, η φετινή ταινία σηματοδοτεί την επιστροφή στη σειρά, του ανθρώπου που τη δημιούργησε εξαρχής, του Τζέιμς Κάμερον, ο οποίος εδώ διατελεί παραγωγός και σεναριογράφος. Ως εκ τούτου, η πλοκή αποτελεί άμεση συνέχεια εκείνης του 1991, αγνοώντας όλες όσες ακολούθησαν.

Μ’ αυτή τη φετινή προσθήκη και την εμπορική της αποτυχία, την οποία προεξοφλεί το φτωχό της άνοιγμα στις Η.Π.Α. και τον περισσότερο κόσμο το τριήμερο που πέρασε, επιβεβαιώνονται κάποια πράγματα που είχαν ήδη διαπιστωθεί απ’ όσες από τις προηγούμενες συνέχειες δε σκηνοθέτησε ο Κάμερον. Εξαρχής, η σειρά δεν αποτελεί ένα τόσο ελκυστικό brand όσο πιστεύουν οι παραγωγοί της, που ανά πενταετία επιχειρούν μια νέα προσπάθεια μπας και καταφέρουν ν’ ανανήψουν έναν ασθενή κλινικά νεκρό από το 1991.

Επίσης, το σύμπαν του «Εξολοθρευτή» είναι πολύ περιορισμένο για να παραγάγει πολλαπλές, εξίσου συναρπαστικές παραλλαγές. Ο μύθος περιλαμβάνει λίγα και συγκεκριμένα πρόσωπα με συγκεκριμένους στόχους και λειτουργίες προς ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι μοιάζουν να έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατές εναλλαγές στις αντιστοιχίσεις μεταξύ αυτών των δομικών στοιχείων (π.χ. ανά ταινία οι καλοί γίνονται κακοί, αυτοί που ζουν πεθαίνουν κτλ.), χωρίς να παράγεται μια ιστορία αφηγηματικά ή αισθητικά πλουσιότερη απ’ όσα έχει ήδη πει και δείξει ο Κάμερον στο πρώτο αριστοτεχνικό του δίπτυχο.

Έτσι, αφενός ο κόσμος έχει κουραστεί πια να βλέπει την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται. Αφετέρου, όσο ικανοί και να είναι οι διάδοχοί του Κάμερον, όλοι έχουν αποδειχτεί απλοί διεκπεραιωτές πληθωρικών θεαμάτων, πλούσιων σε οπτικοακουστικά εφέ, καταδιώξεις κι εκρήξεις, χωρίς όμως να πλησιάζουν καν το δυσοίωνο, απειλητικό ύφος και τη θεματική πληρότητα των δύο πρώτων ταινιών, που παραμένουν αριστουργήματα της επιστημονικής φαντασίας.

Εδώ λοιπόν ο Μίλερ στήνει ακόμα ένα ανέμελο, χορταστικό θέαμα, εμπλουτισμένο με τη Ντέιβις και τη Ρέγιες ως άξιες διαδόχους της Χάμιλτον, το γυμνασμένο σώμα της οποίας δε μπορεί ν’ αποκαταστήσει τη διακοσμητική παρουσία της, όπως εξάλλου και του Σβαρτσενέγκερ, η εμφάνιση του οποίου στην αφήγηση δικαιολογείται ασαφώς, αν όχι παράλογα, ενώ ο Λούνα είναι απλώς τυπικά απειλητικός ως Εξολοθρευτής.