Κινηματογραφή

Μη χάσετε δύο από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΜΠΙΝΓΚ, ΣΤΟ ΜΙΖΟΥΡΙ
THREE BILLBOARDS OUTSIDE EBBING, MISSOURI

Σκην.: Μάρτιν ΜακΝτόνα

Πρωτ.: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Σαμ Ρόκγουελ, Γούντι Χάρελσον, Άμπι Κόρνις

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΜΠΙΝΓΚ, ΣΤΟ ΜΙΖΟΥΡΙ
Στην αμερικανική επαρχιακή κωμόπολη του Έμπινγκ, η απεγνωσμένη Μίλντρεντ ενοικιάζει τρεις διαφημιστικές πινακίδες στην είσοδο της πόλης για να διαμαρτυρηθεί για την αδράνεια του τοπικού αστυνομικού τμήματος στην υπόθεση δολοφονίας της κόρης της.

Κομεντί που αποτελεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του 48χρονου ιρλανδικής καταγωγής βρετανού σκηνοθέτη, μετά από τα υπέροχα «Αποστολή στη Μπριζ» («In Bruges», 2008) και «Επτά ψυχοπαθείς» («Seven Psychopaths», 2012).

Ένα από τα πιο διακεκριμένα της χρονιάς, το φιλμ έχει ήδη κερδίσει τέσσερις Χρυσές Σφαίρες, καλύτερης δραματικής ταινίας, σεναρίου για τον ΜακΝτόνα, α’ γυναικείου ρόλου για τη ΜακΝτόρμαντ και β’ ανδρικού για τον Ρόκγουελ, ενώ είναι υποψήφιο για εφτά Όσκαρ, και μάλιστα ως άξιο φαβορί στις κατηγορίες σεναρίου, α’ γυναικείου και β’ ανδρικού ρόλου, όπου συναγωνίζονται ο Ρόκγουελ με τον Χάρελσον.

Αν κερδίσει η ΜακΝτόρμαντ θα κατέχει πλέον δύο αγαλματίδια, μαζί μ’ εκείνο που είχε κερδίσει για το «Fargo» (Τζόελ Κοέν, 1996). Ίσως η καλύτερη ταινία του ΜακΝτόνα, στην οποία πραγματεύεται τα αγαπημένα του θέματα με περισσότερες και λεπτότερες αποχρώσεις, αρθρώνοντας μία από τις πιο καυστικές κι ουσιαστικές φωνές στη σημερινή κινηματογραφική παραγωγή, με μια τόσο εύστοχη οπτική για τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Πρόκειται για την επιτομή μιας οπτικής αιχμηρής, ορθολογικής, αντικληρικής, θυμωμένης, απροσχημάτιστης, αδίστακτα ειλικρινούς και βαθιά ανθρώπινης.

Ο ΜακΝτόνα μπορεί να είναι αθυρόστομος, απότομος, κυνικός, μέχρι και βίαιος, αλλά μόνο επειδή αδυνατεί να παραβλέψει τη μικρότητα της ανθρώπινης φύσης, ενώ παράλληλα αναζητά τη λύτρωση και τη γαλήνη που της αναλογεί. Αντί να επαναπαυτεί στον εξυπνακίστικο εντυπωσιασμό της ευφάνταστης κεντρικής σεναριακής ιδέας του, την εξελίσσει έξυπνα και θαρραλέα, αναδεικνύοντας τις καλύτερες και τις χειρότερες πλευρές των ανθρώπων που συνυπάρχουν μέσα τους, το δικαστήριο της πρόθεσης και τα παιχνίδια της τύχης.

Δεν χαρίζεται σε κανέναν, ούτε καν στην κεντρική ηρωίδα του, αποφασίζοντας τελικά ότι η μόνη παρηγοριά για τη σκοτεινή πλευρά είναι η ελπίδα για εξιλέωση, ανάλογα με τον χαρακτήρα και τις πράξεις του καθενός.

 

ΑΟΡΑΤΗ ΚΛΩΣΤΗ
PHANTOM THREAD

Σκην.: Πωλ Τόμας Άντερσον

Πρωτ.: Ντάνιελ Ντέι Λούις, Βίκυ Κριπς, Λέσλι Μάνβιλ

Στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1950, ο Ρέινολντς Γούντκοκ είναι ένας ιδιότροπος ιδιοφυής μόδιστρος, η απαράβατη εσωστρεφής ρουτίνα του οποίου αναστατώνεται από την όμορφη νεαρή Άλμα.

Δράμα εποχής, που αποτελεί τη δεύτερη συνεργασία μεταξύ του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή μετά το «Θα χυθεί αίμα» («There Will be Blood», 2007), που χάρισε στον Λούις το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας του. Εδώ ο ηθοποιός είναι γι’ ακόμη μια φορά υποψήφιος για το βραβείο της Ακαδημίας, σε μία από τις έξι κατηγορίες στις οποίες έχει προταθεί συνολικά η ταινία.

Ίσως τα δύο ισχυρότερα θεματικά μοτίβα στη φιλμογραφία του Άντερσον είναι ένας κεντρικός ήρωας με αυταπάτες και μία σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή / ινδάλματος και θαυμαστή. Στη φετινή του ταινία υπάρχουν ξανά και τα δύο, αφού ο Ρέινολντς ζει την αυταπάτη της αυτάρκειάς του κι η Άλμα τον αγαπάει αρκετά ώστε να καταφύγει ακόμη και στην πιο ανορθόδοξη κι εξεζητημένη λύση προκειμένου να κατακτήσει τη θέση που της ανήκει στη ζωή του.

Η αβίαστη κομψότητα της ταινίας απλώς υπερβαίνει τα λόγια. Ο λιτός σχεδιασμός της παραγωγής από τον Μαρκ Τίλντσλι και τα υπέροχα κοστούμια του Μαρκ Μπρίτζες συνθέτουν τον μικρόκοσμο του ήρωα από θεμελιώδη υλικά όπως ξύλο κι ύφασμα, σαν να υποδηλώνουν την καταγωγική σχέση της ιδιοφυίας με τη φύση.

Η μουσική του Τζόνι Γκρίνγουντ διαφοροποιείται από τις δυσοίωνες συνθέσεις του στις τρεις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, αποδίδοντας τη ρομαντική προσδοκία του ήρωα μέσα από πανέμορφα, ανάλαφρα και τρυφερά θέματα. Η υποβλητική φωτογραφία που έχει φροντίσει με θεαματική πιστότητα ο ίδιος ο σκηνοθέτης κι ο σχεδιασμός του ήχου από τον Κρίστοφερ Σκαραμπόζιο παρασέρνoυν με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκολία τον θεατή σ’ ένα σύμπαν μοναχικό, ιδιότροπο, μελαγχολικό, αλλά ζεστό και πανέμορφο.

Και βέβαια το μεγαλύτερο θέλγητρο της ταινίας, ο ίδιος ο Λούις, που γι’ άλλη μια φορά μεταμορφώνεται με τόσο περίτεχνη ιδιοτυπία ώστε κάθε στοιχείο της ερμηνείας του, από την εκφορά μέχρι την εμφάνιση, τη στάση και την κίνηση, αποτελούν ένα συναρπαστικό θέαμα από μόνα τους.

 

Ο ΑΝΤΡΑΣ  ΠΟΥ ΕΡΙΞΕ  ΤΟΝ ΛΕΥΚΟ ΟΙΚΟ
MARK FELT:  THE MAN WHO BROUGHT DOWN THE WHITE HOUSE

Σκην.: Πίτερ Λάντεσμαν

Πρωτ.: Λίαμ Νίσον, Ντάιαν Λέιν, Μάρτον Τσόκας, Τόνι Γκόλντουιν, Τομ Σάιζμορ

Το 1972 ο υποδιευθυντής του FBI, Μαρκ Φελτ, αποφασίζει να διαρρεύσει στον τύπο πληροφορίες σχετικά με το σκάνδαλο Watergate, οι οποίες θα οδηγήσουν τελικά στην παραίτηση του προέδρου Νίξον.

Πολιτικό ιστορικό δράμα, βασισμένο στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο που έγραψε ο Φελτ μαζί με τον Τζον Ο’ Κόνορ, το οποίο παρουσιάζει το σκάνδαλο του Watergate από την πλευρά του κεντρικού πληροφοριοδότη αυτή τη φορά, αντί από εκείνη των δημοσιογράφων όπως έκανε το «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» («All the President’s Men», Άλαν Τζέι Πακούλα, 1976).

Η ιστορία βεβαίως καταρχήν είναι ενδιαφέρουσα, αλλά το πρόβλημα νομίζω βρίσκεται στην αισθητικά απλοϊκή και ρητορικά ακροδεξιά προσέγγιση του σκηνοθέτη. Για να εξηγήσω, θα ήθελα να συσχετίσω την ταινία με τις δύο προηγούμενές του.

Το κινηματογραφικό σύμπαν του Λάντεσμαν συντίθεται από αληθινά γεγονότα αντλημένα από την κοινωνική και πολιτική ιστορία των Η.Π.Α.

Ο σκηνοθέτης τ’ αναπλάθει μέσα από ένα πρίσμα, σύμφωνα με το οποίο ένας ήρωας που ενσαρκώνει το εθνικιστικό ιδεώδες, υπερασπίζεται το εκλεκτό αμερικανικό έθνος, το οποίο βρίσκεται στο έλεος συνωμοτών, ανίκανων πρακτόρων, διεφθαρμένων επιχειρηματιών και πολιτικών.

Το «Parkland: η δολοφονία του JFK» («Parkland», 2013)  εξιστορεί με αγιογραφικό μελοδραματισμό τις δύο ημέρες αμέσως μετά τη δολοφονία του Τζον Κένεντι. Το «Πίσω από το παιχνίδι» («Concussion», 2015) μιλάει για το πώς ο σπουδαίος νιγηριανής καταγωγής ιατροδικαστής Μπένετ Ομάλου αποκάλυψε τις ευθύνες της πανίσχυρης ομοσπονδίας αμερικανικού ποδοσφαίρου στις καταστροφικές εγκεφαλικές βλάβες των παιχτών της.

Ενδεικτικό του ακραιφνούς εθνικισμού της κατά τ’ άλλα πολύ στιβαρής ταινίας, είναι το ότι ο αφρικανικής καταγωγής ήρωας μεταναστεύει στην Αμερική επειδή κατά τον ίδιο “οι αμερικανοί είναι το υπόδειγμα του πώς ο Θεός ήθελε να είναι οι άνθρωποι”.

Στις δύο ταινίες, η χριστιανική πίστη και τα σύμβολά της παίζουν κεντρικό ρόλο.

Ο Ζακ Έφρον ως ένας από τους δύο γιατρούς που αναλαμβάνουν τον Κένεντι στα Επείγοντα, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει σωτηρία ζητάει επαναλαμβανόμενα από τις νοσοκόμες να φωνάξουν έναν ιερέα. Στο «Concussion» ο Μπένετ παρακολουθεί ανελλιπώς την κυριακάτικη λειτουργία, ενώ οι σταυροί που κρέμονται στον καθρέφτη του αυτοκινήτου και στον τοίχο του σπιτιού του έχουν περίοπτη θέση μέσα στα πλάνα.

Όμως εξαιρετικά θρήσκος δεν είναι μόνο ο ήρωας αλλά κι η σύντροφός του, που μεταξύ άλλων ερμηνεύει τελολογικά τη μετανάστευση του Μπένετ και την επιστημονική παρέμβασή του στην αμερικανική κοινωνία.

Επίσης, ο Λάντεσμαν λαϊκίζει άλλοτε πιο ύπουλα κι άλλοτε πιο εμφανώς, όπως στο «Concussion» που εκτυλίσσεται το 2002 με τα ιπτάμενα αεροπλάνα που ξαφνικά αντικατοπτρίζονται στο παρμπρίζ του Μπένετ σε μια αδιόρατη νύξη στην 11η Σεπτεμβρίου, αλλά και με την εικόνα του Κένεντι που ο Σίριλ διατηρεί στο γραφείο του- πρόεδρο στον οποίο είδαμε ότι ο σκηνοθέτης αποτίνει φόρο τιμής στην πρώτη ταινία του.

Η φετινή ταινία του σκηνοθέτη ανακυκλώνει τα παραπάνω θέματα, μάλλον στην πιο αμήχανη κι αμφίσημη εκδοχή τους. Ο Φελτ είναι ο ενσαρκωτής του αμερικανικού εθνικιστικού ιδεώδους, υποδειγματικός πράκτορας μιας υπηρεσίας αστυνόμευσης που απεικονίζεται να λογοδοτεί μόνο στον Θεό και μοναχικός μαχητής ενάντια στους διεφθαρμένους πολιτικούς που σπιλώνουν την υπόληψη του έθνους.

Όλ’ αυτά όμως μέχρι το τέλος, όπου η ταινία εκθέτει τον ήρωά της, ο οποίος αποκαλύπτεται ότι προκειμένου να εντοπίσει τη χίπισσα κόρη του που το είχε σκάσει από το σπίτι, παρακολουθούσε παράνομα εκατοντάδες πολιτών.

Έτσι προσωπικά τουλάχιστον δεν κατάλαβα ακριβώς αν ο σκηνοθέτης επιχειρεί ν’ απομυθοποιήσει τον ήρωα ή να τον ηρωοποιήσει ακόμη περισσότερο δείχνοντας ότι η δικαιοσύνη αδίκησε έναν καθαρόαιμο υπερασπιστή των αμερικανικών αξιών.

Την κατάσταση επιδεινώνει η πρόχειρη και σχηματική σκηνοθεσία, με χειρότερα στοιχεία της την ‘αναιμική’, ενοχλητικά ισοπεδωτική μπλε επικάλυψη στη φωτογραφία του Άνταμ Κίμελ και το εκνευριστικά άστοχο κάστινγκ των Τσόκας και Σάιζμορ.