ΟΝΕΙΡΑ ΤΡΑΙΝΩΝ
TRAIN DREAMS
Σκην.: Κλιντ Μπέντλεϊ
Πρωτ.: Τζόελ Έτζερτον, Φελίσιτι Τζόουνς, Κέρι Κόντον, Γουίλιαμ Χ. Μέισι
Στις αρχές του 20ου αιώνα ένας ξυλοκόπος στην πολιτεία της Ουάσινγκτον που εργάζεται μακριά από το σπίτι του, θέλει να βρει τρόπο να περνάει περισσότερο χρόνο με τη γυναίκα και την κόρη τους, τις οποίες λατρεύει. Πριν προλάβει να τα καταφέρει, μια μεγάλη δασική φωτιά καταστρέφει την προοπτική ενός ειδυλλιακού μέλλοντος κι εκείνος θα πρέπει να προσπαθήσει να ξαναβρεί τη θέση του στον κόσμο.
Ψυχολογικό δράμα βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του αμερικανού Ντένις Τζόνσον, που δημοσιεύτηκε αρχικά το 2002 κι έπειτα εκδόθηκε με την τελική της μορφή το 2011.
Ένα ελεγειακό, στοχαστικό δράμα για τα θεμελιώδη που ορίζουν τη ζωή και την πληρότητά της. Οριζόμαστε ακριβώς από συνθήκες και πρόσωπα φαινομενικά έξω από τον εαυτό και τον έλεγχό μας, αλλά τελικά αυτά δεν είναι παρά εκφάνσεις του εαυτού, που αν χαθούν χάνονται και τα κομμάτια μας που είναι δεμένα μαζί τους, ωθώντας μας έπειτα ν’ αναζητήσουμε νέους λόγους και κίνητρα να συνεχίσουμε.
Η ταινία όμως δε μένει εκεί. Δείχνει προσωρινά ότι μπορεί να προχωρήσει προς μια πιο συμβατική εξέλιξη μέσα από ένα πιθανό ειδύλλιο του Ρόμπερτ με την Κλερ, αλλά δεν το κάνει, καθώς δεν ενδιαφέρεται ν’ αποκαταστήσει εύκολα τη μοίρα του ήρωα. Προς τιμήν της η πλοκή διαλέγει τον επίπονο δρόμο, αφήνοντάς τον μετέωρο στη μοναξιά και τον αποπροσανατολισμό του, αναγνωρίζοντας ότι η ζωή δεν έχει πάντα χαρούμενο τέλος ή εύκολη συναισθηματική αποκατάσταση – επιλογή που μου θύμισε την ηρωίδα της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ στο «Nomadland» (Κλόι Ζάο, 2020). Κάποιες φορές μένει κανείς να κουβαλάει τον πόνο του στωικά και για πάντα. Η ταινία καταλήγει έτσι ν’ ανοίγει μεγαλύτερα ερωτήματα, για το σύντομο πέρασμά μας από τη ζωή, το νόημα και το στίγμα του. Όλα σε συνάρτηση με τη φύση και σε παραλληλισμό με τα δέντρα, μέσα στα αναγεννητικά τοπία της βορειοδυτικής άκρης των ΗΠΑ, φωτογραφημένα με βαθιά μελαγχολία από τον Αντόλφο Βελόσο. Η ταινία διατίθεται στο Netflix.
WICKED: ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
WICKED: FOR GOOD
Σκην.: Τζον Μ. Τσου
Πρωτ.: Σίνθια Ερίβο, Αριάνα Γκράντε, Τζόναθαν Μπέιλι, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Μισέλ Γιο
Στιγματισμένη πλέον ως Κακιά Μάγισσα της Δύσης, η Έλφαμπα είναι αποφασισμένη ν’ αποδείξει ότι ο Μάγος του Οζ είναι απατεώνας κι ότι κοροϊδεύει τον λαό που τον θαυμάζει. Παράλληλα, η πρώην καλύτερή της φίλη, Γκλίντα, είναι έτοιμη να ξεκινήσει την καινούρια της ζωή ως αγαπημένη ηγέτιδα του Οζ, αλλά η άφιξη της Έλφαμπα ανατρέπει τα σχέδιά της.
Μιούζικαλ φαντασίας που συνεχίζει την περυσινή, βραβευμένη με δύο Όσκαρ, επιτυχία, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό μιούζικαλ του Στίβεν Σουόρτς και της Γουίνι Χόλτσμαν, το οποίο πρωτανέβηκε το 2003, με τη σειρά του εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Λίμαν Φρανκ Μπομ «The Wonderful Wizard of Oz» που εκδόθηκε το 1900, τη θρυλική κινηματογραφική απόδοσή του από τον Βίκτωρ Φλέμινγκ με τη Τζούντι Γκάρλαντ το 1939, αλλά και το μυθιστόρημα του Γκρέγκορι Μαγκουάιρ «Wicked: The Life and Times of the Wicked Witch of the West» που κυκλοφόρησε το 1995.
Οι θεσπέσιες φωνές της Σίνθια Ερίβο και της Αριάνα Γκράντε συνεχίζουν να εντυπωσιάζουν, αλλά αυτή τη φορά λείπει ένα εμψυχωτικό τραγούδι ανάλογο του «Defying Gravity» από το πρώτο μέρος. Επίσης, το σενάριο παίρνει την πρόσφορη πολιτική αλληγορία του για τη σαγήνη της εξουσίας και τη βουτάει σε μια ασυνάρτητη πλοκή που χειρίζεται αδέξια και συγκεχυμένα τα ζητήματα και τους χαρακτήρες της, τα οποία είναι ευνόητο ότι η πρόθεση ήταν να παραμένουν αμφίσημα, όπως υπονοεί και το λογοπαίγνιο του αγγλικού τίτλου της ταινίας. Ενδεικτικότερο παράδειγμα ο χειρισμός της Ντόροθι από τον «Μάγο του Οζ» («The Wizard of Oz», Βίκτωρ Φλέμινγκ, 1939), η ένταξη της οποίας στην πλοκή αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία για μια σπουδή στην αλλαγή οπτικής γωνίας μέσα στο ίδιο αφηγηματικό σύμπαν, η οποία όμως εκτελείται με άδικη απαξίωση για το μικρό κορίτσι. Εν τέλει, η έκβαση μοιάζει να λύνει τα ζητήματα της πλοκής μόνο προσωρινά, αφήνοντας ανοιχτά περιθώρια για ένα τρίτο μέρος.
Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ 3
NOW YOU SEE ME NOW YOU DON’T
Σκην.: Ρούμπεν Φλάισερ
Πρωτ.: Τζέσι Άιζενμπεργκ, Τζάστις Σμιθ, Γούντι Χάρελσον, Ντέιβ Φράνκο, Άιλα Φίσερ, Μόργκαν Φρίμαν
Οι ταχυδακτυλουργοί με την ονομασία Τέσσερις Καβαλάρηδες επανεμφανίζονται μετά από χρόνια απουσίας, κι έπειτα από την αποστολή που τους ανατίθεται να ξεσκεπάσουν τη διάσημη κληρονόμο μιας οικογένειας εμπόρων διαμαντιών, που χρηματοδοτεί παράνομες δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο.
Περιπέτεια που συνεχίζει τις δύο προηγούμενες ταινίες των Λουί Λετεριέ (2013) και Τζον Μ. Τσου (2016), ενώ έχει ήδη ανακοινωθεί και τέταρτο μέρος με τον Φλάισερ ξανά στη σκηνοθεσία.
Προσωπικά δεν εκτιμώ την περιστασιακή προχειρότητα της σκηνοθεσίας (όπως όταν το πολύτιμο διαμάντι στον κόσμο μένει δυσανάλογα απροστάτευτο κατά την επίδειξή του) και δεν πείθομαι από την ευκολία με την οποία παρουσιάζονται τα κόλπα των ηρώων. Τουλάχιστον όμως είναι οριακά αληθοφανή ώστε να διατηρούν το ενδιαφέρον, υποστηριγμένα από τον γρήγορο ρυθμό της πλοκής, τη ζωηράδα των χαρακτήρων, και τα περιστασιακά ευρήματα, όπως σ’ αυτή την περίπτωση το κρησφύγετο στη Γαλλία με τα παραμορφωτικά δωμάτια.
SISU 2: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ
SISU: ROAD TO REVENGE
Σκην.: Γιάλμαρι Χέλαντερ
Πρωτ.: Γιόρμα Τόμιλα, Στίβεν Λανγκ, Ρίτσαρντ Μπρέικ
Μετά την προσάρτηση μεγάλης έκτασης της φινλανδικής Καρελίας από τη Σοβιετική Ένωση, ο φινλανδός κομάντο Αατάμι επιστρέφει εκεί όπου βρισκόταν το σπίτι του, για να το αποσυναρμολογήσει και να το μεταφέρει για να το ξαναχτίσει στη Φινλανδία. Στο σοβιετικό έδαφος όμως τον περιμένει ο αξιωματικός που σκότωσε την οικογένειά του.
Ταινία δράσης που συνεχίζει το «Sisu» του ίδιου σκηνοθέτη και με τον ίδιο πρωταγωνιστή, το οποίο ήταν από τις ευχάριστες εκπλήξεις του 2022.
Οι συντελεστές εδώ πολλαπλασιάζουν την εξωφρενικότητα του πρώτου μέρους σε ‘κομικά’ επίπεδα, κάτι που όπως πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, αποτελεί ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα. Κι αυτό επειδή οι ίδιες οι ιδέες είναι ευφάνταστες, αλλά εκτελούνται με τέτοια απλοϊκότητα που οδηγεί στον δρόμο της αυτοπαρώδησης αν όχι της αυτοακύρωσης εντελώς. Έτσι εναπόκειται στο μέτρο και τη διάθεση καθενός, πόσο πρόθυμος είναι να δεχτεί αυτού του τύπου και του βαθμού την εκζήτηση, αν θα τη βρει διασκεδαστική ή απλώς ανόητη.
Προσωπικά βρίσκομαι κάπου στη μέση. Εκτιμώ δηλαδή τη φαντασία της σκηνοθεσίας, αλλά επειδή το είδος της δράσης είναι πολύ αγαπημένο μου και μ’ αρέσει η σοβαρή εκδοχή του, θα ήθελα κάποιες από τις σκηνές να είναι πειστικότερα εκτελεσμένες και να μην υπονομεύουν σ’ αυτόν τον βαθμό την κατά τ’ άλλα απολαυστική αγριότητα της διαμάχης των χαρακτήρων.
