Έχοντας πλέον μια μικρή αλλά υπαρκτή απόσταση από τα γεγονότα της 22ας και 23ης Ιουνίου, έχει μια σχετική αξία να κάνουμε μια αποτίμηση όσων αφήνουν πίσω τους αυτά τα γεγονότα κυρίως από πολιτικής και όχι επιχειρησιακής άποψης.
Καταρχάς, και χωρίς προφανώς καμμία διάθεση ανάδειξης του προέδρου των ΗΠΑ, η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ για τη διεξαγωγή του πλήγματος κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων λειτούργησε εκ των πραγμάτων ως βαλβίδα αποσυμπίεσης της εκτραχυνόμενης και μάλλον αδιέξοδης κατάστασης στην οποία εξελισσόταν η ιρανο-ισραηλινή σύγκρουση.
Οι Ισραηλινοί έλαβαν την πιο έμπρακτη και σαφή υποστήριξη του στρατηγικού τους στόχου, της εξάλειψης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Οι Ιρανοί έλαβαν την ικανοποίηση ότι τους πολεμά ευθέως η «μεγάλη δύναμη του κακού» οι ΗΠΑ, απέναντι μάλιστα στην οποία επιτέθηκαν τύποις κι οι ίδιοι, χωρίς ταυτόχρονα να εξαλειφθεί στην πράξη το πυρηνικό τους πρόγραμμα.
Επομένως και οι δύο πλευρές είχαν λόγο να είναι ταυτόχρονα και ικανοποιημένες και δυσαρεστημένες. Αυτή είναι η συνταγή για έναν συμβιβασμό. Είναι όμως συνάμα και συνταγή για την αναπομπή ενός προβλήματος στο μέλλον. Και ειδικά όταν ένα πρόβλημα έχει τις διαστάσεις και περιπλοκές που έχει το συγκεκριμένο, δεν είναι πάντα οπωσδήποτε η σοφότερη επιλογή να το σπρώξουμε λίγο παρακάτω…
Ο Τραμπ έκλεισε όπως-όπως το μέτωπο, έστω και για λίγο, για να διεκδικήσει δάφνες ειρηνοποιού -είναι μια παλιά εμμονή του η αντιπαραβολή με τον. Ομπάμα που έλαβε -κακώς- το Νόμπελ Ειρήνης. Περισσότερο όμως και κυρίως, η Ουάσιγκτον συνολικά -και όχι απλώς ο Τραμπ- έστειλε ένα σαφές και ξεκάθαρο μήνυμα στις άλλες δυνάμεις πλανητικού επιπέδου με το συγκεκριμένο πλήγμα. Γιατί ήταν πραγματικά και το ίδιο πλανητικού επιπέδου, μεγάλης ισχύος, απόλυτα στοχευμένο και κυρίως πραγματοποιήθηκε με τρόπο που μόνο η αμερικανική στρατιωτική ισχύς μπορεί να εξασφαλίσει.
Σημασία έχουν ωστόσο και τα δεδομένα της αποτίμησης των αποτελεσμάτων. του πλήγματος στην εγκατάσταση Φορντό. Αν επιβεβαιωθούν όσα. έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν από την. κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ περί περιορισμένης επιτυχίας και ουσιαστικά περί μη καταστροφής των εγκαταστάσεων, σε συνδυασμό με το ότι οι Ιρανοί κατάφεραν πιθανότατα να διασώσουν μεγάλη ποσότητα εμπλουτιζόμενου ουρανίου, η επιτυχία της επιχείρησης θα θαμπώσει σημαντικά σε διεθνές επίπεδο.
Αν λοιπόν η σύγκρουση που εξελίχθηκε μεταξύ Ισραήλ και Ιράν το περασμένο διάστημα είχε προοπτική να εξελιχθεί σε κάτι σαφώς ευρύτερο και μεγαλύτερο, αυτό απετράπη προς το παρόν. Η βιωσιμότητα αυτής της εξαιρετικά. λεπτής διευθέτησης είναι λίαν αμφίβολη και σε κάθε περίπτωση θα κριθεί. Αν οι Ισραηλινοί βεβαιωθούν ότι οι Ιρανοί κερδίζουν απλώς χρόνο και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ανάκτηση του εδάφους που χάθηκε με τους βομβαρδισμούς, θα εκκινήσουν ξανά τις επιχειρήσεις.
Συνεπώς, με το σκεπτικό της βραχυπρόθεσμης αποφόρτισης και της επιβεβαίωσης της μοναδικής ισχύος που εξακολουθούν να φέρουν οι ΗΠΑ, η κίνηση Τραμπ -αν τη θεωρήσουμε εντελώς αυτοφυή κι όχι προϊόν “υποβολής”- κρίνεται επιτυχής. Από πλευράς εξάλειψης της πραγματικής απειλής και εμπέδωσης μιας βιώσιμης ισορροπίας ασφάλειας στη Μέση Ανατολή, πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί.
Το Ισραήλ, καθώς προχωράμε προς τη συμπλήρωση δύο χρόνων από την 7η Οκτωβρίου 2023, είναι πλέον κυρίαρχο έναντι όλων των βασικών αντιπάλων του, έχοντας ουσιαστικά εξαλείψει την απειλή όχι απλά από τους προκεχωρημένους συμμάχους του Ιράν,, όπως τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, αλλά και από το ίδιο το Ιράν, η όποια αεροπορική ισχύς και η αντιαεροπορική άμυνα του οποίου πρέπει να θεωρούνται ως μη δραστικά πλέον.
Ο στρατηγικός στόχος του Ισραήλ όμως δεν θα έχει υλοποιηθεί όσο παραμένει ενεργή η δυνατόττηα της Τεχεράνης να καθέξει στο ορατό μέλλον όπλα μαζικής καταστροφής. Επειδή όμως το Τελ Αβίβ -με οποιαδήποτε κυβέρνηση, όχι μόνο με Νετανιάχου- έχει την στρατιωτική και πολιτική δύναμη να επιβάλει σε μεγάλο βαθμό την βούλησή του στην. ευρύτερη περιφέρειά του,, όταν κρίνει ότι η απειλή υφίσταται,, ,τότε θα χτυπήσει και πάλι χωρίς να υπολογίσει τα θυμωμένα ποστ του Τραμπ στα σόσιαλ.