«Μονά-ζυγά δικά μας»

Άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται καθένας σε σχέση με τη δημοτική αρχή του Αλέξη Καλοκαιρινού, όλοι, νομίζω, θα συμφωνήσουν ότι έχει κληθεί από πολύ νωρίς να διαχειριστεί μια σειρά από -φαινομενικά τουλάχιστον- ιδιαίτερα δύσκολα προβλήματα. Προβλήματα που, ακριβώς λόγω του χρόνου της εμφάνισής τους, προφανώς δεν μπορεί να έχουν προκύψει από τις δικές της εκτελεστικές επιλογές, αλλά είναι κληροδοτήματα αποφάσεων ή παθογενειών που πρέπει να αναζητηθούν στο παρελθόν. Οπωσδήποτε αυτό είναι το αφήγημα της ίδιας της δημοτικής αρχής και ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι φαίνεται καταρχάς εύλογο.

Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να καταθέσω μια κάπως εναλλακτική ή επικουρική αντίληψη των πραγμάτων. Κι αυτό γιατί νομίζω πως ο απλός, νηφάλιος παρατηρητής των εξελίξεων μπορεί σχηματίσει την εντύπωση ότι υπάρχουν και παράγοντες που επιδρούν στις προκλήσεις πέρα από το αφήγημα της Λότζια. Παράγοντες που με διάφορους, μάλλον υπόρρητους τρόπους, εκπορεύονται από την ίδια. Θα αρκεστώ να αναφέρω δύο από αυτές τις συνθήκες, που εκτιμώ ότι είναι οι πιο επιδραστικές. Η μια αφορά το παρελθόν, η δεύτερη το παρόν.

Καταρχάς είναι η σύνθεση της ίδιας της δημοτικής αρχής. Όπως καλώς γνωρίζουμε, η νικητήρια το 2023 ομάδα του Αλέξη Καλοκαιρινού δεν υπήρξε μια φρέσκια στελεχιακή πρόταση. Αντίθετα, σε συντριπτικό βαθμό ανακύκλωσε με ευρηματικό τρόπο τα στελέχη προηγούμενων δημοτικών παρατάξεων, τα οποία είχαν επί χρόνια παρουσία στο Δημοτικό Συμβούλιο, στις τάξεις άλλοτε της συμπολίτευσης κι άλλοτε της αντιπολίτευσης. Η ύπαρξη, συνεπώς, μιας πλούσιας προϊστορίας, είναι δεδομένο ότι φέρνει μέσα στους κόλπους της νέας παράταξης μαζί με τα πρόσωπα και την πολιτεία ενός εκάστου.

Έπειτα, από τα πρώτα της βήματα η δημοτική αρχή, που υπήρξε εξαρχής και παραμένει ιδιαίτερα ισχυρή σε επίπεδο Δημοτικού Συμβουλίου, αλλά και σε κοινωνική εκπροσώπηση, εμφανίζει μια υπερβολική δυσανεξία, μια φοβία ίσως ακόμα για το πολιτικό κόστος, αν όχι και την ίδια την κριτική. Αυτά όμως παραμένουν πάντα αναπόσπαστα κομμάτια της πολιτικής πράξης, η οποία ατυχώς δεν επιφυλάσσει μόνο “τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών”, όπως έγραψε ο ποιητής.

Τα παραπάνω έχουν, θεωρώ, ως αποτέλεσμα να παρατηρείται συχνά μια παρέλκυση στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που αναμενόμενα προκύπτουν, αλλά και μια διασταλτική θεώρηση των προβλημάτων, που ώρες-ώρες μοιάζει να προσπαθεί να πείσει ότι ο Δήμος Ηρακλείου είναι ένα μοναχικό νησί, μια μοναδική περίπτωση κι όχι ένας ακόμα δήμος που έχει να αντιπαλέψει τις εμπεδωμένες ανορθογραφίες της ελληνικής διοίκησης.

Τον τελευταίο καιρό τα δύο αυτά συμπτώματα φαίνεται να έχουν παραγάγει ένα τρίτο. Κάποια από τα κορυφαία στελέχη της δημοτικής αρχής λόγω της μάλλον ανεπεξέργαστης φόρτισης από το παρελθόν αλλά και της αγωνίας για αποφυγή της κριτικής, καταφεύγουν ολοένα και συχνότερα σε μια πρακτική που από πολλές απόψεις δεν προσφέρει αγαθές υπηρεσίες, ούτε στην πόλη, ούτε στον δήμο, ούτε καν στην ίδια την παράταξή τους: επιρρίπτουν την ευθύνη για κάθε πρόβλημα στην προηγούμενη δημοτική αρχή.

Αυτή η πρακτική όμως είναι από παλιά δοκιμασμένη στη διακυβέρνηση και είναι γνωστό ότι έχει κοντά ποδάρια, από ένα σημείο κι έπειτα δε, τείνει να έχει το αντίστροφο πολιτικά αποτέλεσμα. Το πιο οξύμωρο από όλα είναι ότι τα στελέχη που επιλέγουν αυτή την επικοινωνιακή πρακτική -από την οποία συλλογικά η δημοτική αρχή ορθώς απέχει- μοιάζουν να ξεχνούν και ότι έχουν αυτοπροσώπως συμμετάσχει με διάφορους τρόπους στην προϊστορία των προβλημάτων, αλλά και ότι δεν βρισκόμαστε πλέον στο 2020, αλλά στο 2025, οπότε δεν μετέχουν στην αντιπολίτευση αλλά στην εκτελεστική αρχή από κοινού με κορυφαία στελέχη της προηγούμενης.

Τελευταίο παράδειγμα η ανάρτηση της αρμόδιας για τα διοικητικά Αντιδημάρχου, με αφορμή τις αποχωρήσεις συμβασιούχων εργαζομένων της Υπηρεσίας Καθαριότητας. Κάποιος που επαρκώς παρακολουθεί τα του Δήμου Ηρακλείου μπορεί να καταδείξει διάφορα επιεικώς αμφιλεγόμενα ή και αντιφατικά σημεία στο συγκεκριμένο κείμενο, ωστόσο εδώ παρέλκει κάτι τέτοιο. Αυτό που μπορεί και πρέπει όμως να πει κανείς, είναι ότι από την ανάρτηση αυτή απουσιάζει οποιοδήποτε ψήγμα αυτοκριτικής, που θα έκανε και πολλαπλά πιο έγκυρο κάθε επιχείρημα.

Γιατί όταν δεν μπορεί να αρθρωθεί ούτε μια λέξη αυτοκριτικής για την αποδεδειγμένα πλέον ανακόλουθη και ανεδαφική αντιπολιτευτική τακτική της περιόδου 2019-23, για την επί ενάμιση χρόνο πολιτεία, αλλά και την επί ένα έτος (σύμφωνα με τις διακηρύξεις της ίδιας της δημοτικής αρχής) καθυστέρηση του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου Ηρακλείου, τότε όλα τα υπόλοιπα απλώς ακούγονται ως δικαιολογίες. Θα ήταν ενδεχομένως πολλαπλά ευεργετικό, αν εκτός από διαγγελματικές αναρτήσεις στα μέσα δικτύωσης, η Αντιδήμαρχος επέλεγε να μετέχει της κοινωνικής λογοδοσίας δια των μέσων ενημέρωσης, από τα οποία έχει παροιμιωδώς απουσιάσει ως τώρα, ως εάν η εκτελεστική εξουσία είναι μια υπόθεση ιδιωτική κι όχι μια πράξη δημόσια.

Η δημοτική αρχή του Αλέξη Καλοκαιρινού έχει αισίως μπροστά της τριάμιση χρόνια διακυβέρνησης. Είναι ένας χρόνος πολιτικά αχανής. Έχει δε ήδη καταγράψει αναμφισβήτητα επιτυχίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η συνέχιση και βελτίωση όσων παρέλαβε από την προηγούμενη, που οπωσδήποτε αλάθητη δεν υπήρξε, αλλά κρίθηκε στην ώρα της και θα συνεχίσει να κρίνεται, όπως όμως και η ενεστώσα. Φαίνεται ως εκ τούτου ανεξήγητη η ανάπτυξη από την πρώτη σχεδόν ημέρα ανακλαστικών περίπου προεκλογικών, χωρίς να υφίσταται κιόλας κάποια ουσιαστική πολιτική πίεση.

Το Ηράκλειο βρίσκεται επί χρόνια και συνεχίζει να πορεύεται μέσα από μια διαδικασία ωρίμανσης. Ωριμάζει πληθυσμιακά, οικιστικά, αλλά και σε επίπεδο υποδομών. Είναι πολύ λογικό να υπάρχουν ζητήματα και προκλήσεις, ενίοτε δυσανάλογα με άλλους αντίστοιχους δήμους. Η πολιτική προσπάθεια της δημοτικής αρχής είναι απαιτητική, το δίχως άλλο, αυτό πρέπει να αναγνωρίζεται από όλους. Δεν μπορεί όμως να συνεπάγεται και την απουσία κριτικής, δεν πάει έτσι. Η δε τακτική συγκεκριμένων στελεχών να καλλιεργούν την επιλεκτική μνήμη, ποντάροντας στο «μονά-ζυγά δικά μας» επιβαρύνει μάλλον τα προβλήματα. Ο χρόνος είναι σύμμαχος του Αλέξη Καλοκαιρινού, ας είναι εξίσου και η παράταξή του.