Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης της “Κιβωτού”, συνεχίζει κάθε λίγο να φέρνει μπροστά μας τίτλους με πηχιαία “ένοχος ο πατέρας Αντώνιος” και “αθώος ο πατέρας Αντώνιος”. Κι από κάτω τσακωμοί για το αν τελικά είναι ένοχος ή αθώος ο ιερέας Αντώνης Παπανικολάου.
Επειδή βέβαια πρόκειται για μια υπόθεση που περιλαμβάνει πλήθος επιμέρους διώξεων, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μία απάντηση, σε κάποιες κατηγορίες απαλλάσσεται και σε άλλες, περισσότερες αυτές, καταδικάζεται ο ιδρυτής της “Κιβωτού του Κόσμου”. Τα ζητήματα όμως που εγείρονται είναι ευρύτερα και πιο σύνθετα από την αθωότητα ή την ενοχή ενός ανθρώπου ή περισσότερων.
Στα δικά μου μάτια υπάρχει πολλή θολούρα, δυστυχώς και κάποια υποκρισία σε όλη την περιρρέουσα συζήτηση. Μετά από σχεδόν τρία χρόνια ποινικής διαδικασίας είναι σαφές ότι πολλά δεν πήγαιναν καλά στη συγκεκριμένη μη κυβερνητική οργάνωση, είναι ηλίου φαεινότερο. Μέχρι τότε όμως λειτουργούσε επί χρόνια αποσπώντας μόνο επαίνους και χειροκροτήματα.
Ο πατέρας Αντώνιος βραβεύτηκε δύο φορές από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη μια μάλιστα ως “Καλύτερος Ευρωπαίος Πολίτης”, δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές βραβεύτηκε εντός Ελλάδος. Ο ίδιος και η οργάνωσή του ήταν επί χρόνια στα πρωτοσέλιδα και στα πλατό με ύμνους και εγκώμια. Από τη μια μέρα στην άλλη όλα αυτά έγιναν αναθέματα. Ποιος λείπει από το κάδρο; Η πολιτεία.
Η πολιτεία βολεύεται μια χαρά με την ανθρωπιστική δραστηριότητα των ιδιωτών. Είναι ένα δώρο κυριολεκτικά, κάποιοι αναλαμβάνουν ένα κομμάτι της κοινωνικής πολιτικής χωρίς να δαπανά πόρους το δημόσιο, οι πολιτικοί βρίσκουν ευκαιρία για πιασάρικες φωτογραφίες και παχυλές δηλώσεις ον κάμερα, τα μέσα ενημέρωσης έχουν συγκινητικά θέματα, εκ του αποτελέσματος εξυπηρετούνται και κάποιες κοινωνικές ανάγκες που συχνά ως άμμος κυλούν και χάνονται από το “κοινωνικό δίχτυ προστασίας” των κυβερνήσεων.
Δεν γίνεται όμως έτσι. Δεν γίνεται όσο όλα φαίνονται όμορφα να υμνούμε και να δοξολογούμε τους ευεργέτες, είτε αυτοί έρχονται από τα πάνω είτε από τα κάτω, και μόλις στραβώσει κάτι να τους αναθεματίζουμε. Στα σύγχρονα κράτη, ή μάλλον πιο σωστά στα περισσότερα ευρωπαϊκά, τον έλεγχο της κοινωνικής πολιτικής τον έχει η πολιτεία. Δράσεις ιδιωτών ασφαλώς υπάρχουν, αλλά περνούν μέσα από το φίλτρο του κράτους, που κατά κανόνα είναι αυστηρό.
Αν δεν είχαν φτάσει ποτέ σε εισαγγελικά χέρια καταγγελίες για την “Κιβωτό”, τότε θα συνέχιζαν όλοι σήμερα να υμνούν τον ανιδιοτελή παπα-Αντώνη και την πρεσβυτέρα που αφιερώθηκαν στα παιδιά των άλλων. Όμως, πού ήταν η πολιτεία όταν τα παιδιά αυτά αντιμετώπιζαν προβλήματα, τόσο έξω από την “Κιβωτό”, όσο και μέσα σε αυτή; Και πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τώρα ασκείται ο αναγκαίος έλεγχος σε άλλες ανθρωπιστικές συλλογικότητες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής δράσης και προβολής; Η προφανής απάντηση είναι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτα.
Η ιδιωτική παρέμβαση στην κοινωνική στήριξη δεν πρόκειται να σταματήσει, αυτό είναι βέβαιο. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν ευεργεσίες από ισχυρά ιδρύματα επιχειρηματικών ομίλων, από βαθύπλουτες κυρίες που πλήττουν, από γονείς που έχασαν παιδιά με τραγικό τρόπο, από νικημένους της ζωής που αναγεννώνται εκ της τέφρας των, από δραστήριους και πονετικούς ιερωμένους. Και ευτυχώς, θα πω εγώ. Είναι πολύ καλύτερο να υπάρχει ενδιαφέρον για προσφορά από το να υπάρχει αδιαφορία.
Το θέμα είναι με ποιους όρους και προϋποθέσεις γίνεται αυτό. Με ποιες δικλείδες ασφαλείας και ελέγχου η πολιτεία διασφαλίζει την φερεγγυότητα των πρωτοβουλιών και πώς τεκμαίρεται το καλώς έχειν όσων διακονούνται μέσα από αυτές τις δράσεις, πρωτίστως των παιδιών. Η φιλανθρωπία είναι πολύ παλιά υπόθεση και δεν θα σταματήσει, ούτε και είναι θεμιτό κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να είναι όμως αχθοφόρος του κράτους, ούτε και κάλαθος αχρήστων του. Η κοινωνική πολιτική μπορεί να στηριχθεί, αλλά δεν υποκαθίσταται.
Οι πολίτες εκλέγουν και ορίζουν μέσα από τη λειτουργία των θεσμών τους ανθρώπους που έχουν την ευθύνη για τη χάραξη και εφαρμογή πολιτικής σε όλα τα πεδία. Το outsourcing της κοινωνικής πολιτικής είναι μια πολύ παλιά και δοκιμασμένη πρακτική, αλλά στα σύγχρονα κράτη μπορεί πολύ εύκολα να γίνει πηγή σοβαρών ζητημάτων και από πολλές απόψεις. Ειδικά στην Ελλάδα, μας αρέσει πολύ να κάνουμε τη δουλειά μας “με ξένα κόλλυβα”, και να καμαρώνουμε κιόλας γι’ αυτό. Όταν όμως στραβώσει το κλίμα, δεν ξέρουμε τίποτα. Από υποκρισία πάμε καλά.