Πέθανε ο Michael Roemer, δημιουργός του «Nothing but a Man»

Ο Michael Roemer πέθανε στις 20 Μαΐου, στο σπίτι του στο Townshend του Βερμόντ, σε ηλικία 97 ετών. Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε από την κόρη του, Ruth Sanzari.

Το ενδιαφέρον του Roemer για τον κινηματογράφο ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1940, κατά τη φοίτησή του στο Χάρβαρντ. Το 1939, σε ηλικία 11 ετών και ενώ ζούσε στο Βερολίνο, ο ίδιος και η αδερφή του ήταν ανάμεσα στα χιλιάδες Εβραιόπουλα που διασώθηκαν από τη ναζιστική Γερμανία και μεταφέρθηκαν στην Αγγλία. Εκεί έμεινε γράφοντας θεατρικά έργα, όπως έλεγε, για να εξασκηθεί στα αγγλικά του, μέχρι που εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1945, στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η καριέρα του ξεκίνησε όταν το NBC του ανέθεσε τη δημιουργία του Cortile Cascino, ενός 46λεπτου ντοκιμαντέρ για τις φτωχογειτονιές του Παλέρμο, το οποίο συνυπέγραψε με τον Robert M. Young. Το Cortile Cascino παρουσίαζε τόσο σκληρές εικόνες από τη ζωή στη Σικελία, που τα στελέχη του NBC δίστασαν να το προβάλουν. Το ντοκιμαντέρ επανήλθε στο προσκήνιο μόλις το 1993, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance.

Το Nothing but a Man και η αναγνώριση από τον Malcom X

Ανάλογη μοίρα είχε και το Nothing but a Man, σε σκηνοθεσία Roemer και σενάριο του ίδιου και του Young, συχνού συνεργάτη του. Με πρωταγωνιστές τους Ivan Dixon και Abbey Lincoln, η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός μαύρου εργάτη σιδηροδρόμων που παντρεύεται την κόρη ενός ιεροκήρυκα και παλεύει να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του στη ρατσιστική Αλαμπάμα της δεκαετίας του 1960.

Οι δύο δημιουργοί ταξίδεψαν στον αμερικανικό Νότο για να πάρουν συνεντεύξεις από δεκάδες μαύρους πολίτες σχετικά με τον φυλετικό διαχωρισμό, αλλά τελικά γύρισαν την ταινία στο Νιου Τζέρσεϊ, φοβούμενοι τις αντιδράσεις των αρχών της Αλαμπάμα.

Ο Malcom X, ο μουσουλμάνος ακτιβιστής πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων της Αμερικής, θαύμαζε την ταινία αυτή, κατατάσσοντάς την μεταξύ των αγαπημένων του.

Το Nothing but a Man προβλήθηκε για λίγο στις αίθουσες το 1964. Όπως ανέφερε ο Roemer το 2024, σε συνέντευξη για αυτό το νεκρολογικό σημείωμα, πολλοί διανομείς αρνήθηκαν να το προγραμματίσουν σε κινηματογράφους με κυρίως μαύρο κοινό.

Η ταινία σύντομα αποσύρθηκε και μόλις το 1993 επανακυκλοφόρησε, γνωρίζοντας τότε ευρεία αναγνώριση. Το 1994 εντάχθηκε στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.

Η επιτυχία που άργησε, αλλά ήρθε με το The Plot Against Harry

Το 1969, ο Roemer έγραψε και σκηνοθέτησε τη The Plot Against Harry, μια κωμωδία για έναν μικροαπατεώνα που φυλακίζεται και τελικά αποφασίζει να αλλάξει ζωή. Ωστόσο, οι θεατές των ιδιωτικών προβολών δεν γέλασαν. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Roemer αποφάσισε να δημιουργήσει βιντεοκασέτες της ταινίας για τα παιδιά του. Όταν ένας τεχνικός που παρακολουθούσε τη μεταφορά της άρχισε να γελάει, συνειδητοποίησε ότι ίσως τελικά είχε φτιάξει κάτι που άξιζε.

Η ταινία κέρδισε δεύτερη ζωή, προβλήθηκε στις αίθουσες και απέσπασε θετικές κριτικές. Ήταν υποψήφια για έξι βραβεία Independent Spirit. Η Janet Maslin των New York Times την χαρακτήρισε «μια αστεία, ευκρινώς σχεδιασμένη και ελκυστικά μετριοπαθή ταινία».

Ο κριτικός J. Hoberman χαρακτήρισε τον Roemer σε συνέντευξή του το 2024 ως «έναν συμπονετικό σκηνοθέτη ηθοποιών και έναν μη συναισθηματικό ανθρωπιστή, έναν από τους λίγους Αμερικανούς σκηνοθέτες που μοιράζονται αυτές τις ιδιότητες με τον Jean Renoir».

Μια ζωή ανάμεσα στο περιθώριο και τη διδασκαλία

Μεταξύ άλλων έργων του συγκαταλέγονται τα Faces of Israel (1967), Dying (1976), ένα ντοκιμαντέρ για ανθρώπους που πλησιάζουν στο τέλος της ζωής τους, και το Vengeance Is Mine (1984), ταινία για τη σχέση μητέρας και κόρης, με πρωταγωνίστριες τις Brooke Adams και Trish Van Devere. Το 2022, ο Wesley Morris των New York Times χαρακτήρισε την ταινία «ένα αριστούργημα σκηνοθεσίας, τίποτα το υπερβολικά φανταχτερό αλλά όλα αληθινά».

Παρά την εκτίμηση των κριτικών, ο Roemer γνώριζε ότι το ευρύ κοινό δεν τον ακολούθησε ποτέ: «Πέρασα τα τελευταία 40 χρόνια της ζωής μου γράφοντας σενάρια που δεν έγιναν ταινίες», είπε το 2024, γελώντας. «Μετά από λίγο καιρό, νιώθεις κάπως περήφανος που δεν σημείωσε επιτυχία. Απλώς δεν είμαι εμπορικός σκηνοθέτης».

Η πιο κερδοφόρα του δουλειά ήταν, κατά ειρωνεία, η ωριαία βουβή ταινία A Touch of the Times, που γύρισε ως φοιτητής στο Χάρβαρντ. Μια φανταστική ιστορία γύρω από το πέταγμα χαρταετού, προβλήθηκε σε τοπικό κινηματογράφο στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης και απέφερε πολύ περισσότερα από τα 2.300 δολάρια του προϋπολογισμού της.

«Αν μπορούσα να κάνω δημοφιλείς ταινίες, θα το έκανα», είπε στον Guardian το 2023. «Αλλά πιστεύω σε κάτι. Αν το προδώσω, τότε καταστρέφω τον εαυτό μου».

Ο Michael Roemer γεννήθηκε στο Βερολίνο την 1η Ιανουαρίου 1928, σε οικογένεια με επιχείρηση υποδημάτων που εξασφάλιζε άνετο βίο. Οι γονείς του, Γκέρχαρντ και Πάουλα (Έτινγκερ) Ρόμερ, χώρισαν όταν ήταν βρέφος και μεγάλωσε με μια γκουβερνάντα που, όπως έλεγε, του προκαλούσε φόβο. Από νωρίς είχε μάθει να εκτιμά την «απρόβλεπτη» ζωή.

Με τη μικρότερη αδερφή του, Μάριον, μετέβη στην Αγγλία μέσω της επιχείρησης Kindertransport και φοίτησε σε σχολείο με συμμαθητές κυρίως Εβραίους πρόσφυγες. Με την άφιξή του στις ΗΠΑ, φοίτησε στο Χάρβαρντ με υποτροφία και αποφοίτησε το 1949 με πτυχίο στην Αγγλική Φιλολογία.

Έξι χρόνια μετά την άφιξή του στην Αμερική, επανενώθηκε με τη μητέρα του και λίγο αργότερα γνώρισε τον πατέρα του, ο οποίος είχε ξεκινήσει νέα ζωή στην Αγγλία.

Το 1953 παντρεύτηκε την εκπαιδευτικό Μπάρμπαρα Μπάλζε, η οποία απεβίωσε το 2007. Από τον γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά: τον Δρ. Ντέιβιντ Ρόμερ, τη Ρουθ Σανζάρι και τον Τζόναθαν Ρόμερ, καθώς και δύο εγγόνια.

Μετά το κολέγιο, εργάστηκε επί οκταετία ως μοντέρ και διευθυντής παραγωγής. Αργότερα, έγραψε και σκηνοθέτησε δεκάδες εκπαιδευτικά φιλμ για το Ίδρυμα Φορντ. Από το 1966 δίδαξε κινηματογράφο στο Γέιλ, παραμένοντας εκεί έως τη συνταξιοδότησή του το 2017. «Ήμουν 89 ετών τότε», είπε. «Δεν νομίζω ότι είχαν συνειδητοποιήσει πόσο χρονών ήμουν».

«Κατά μία έννοια, τίποτα δεν συνέβη στη ζωή μου όπως έπρεπε», δήλωσε το 2024. Οι ταινίες του μπορεί να μην έγιναν επιτυχίες, αλλά, όπως πίστευε, η αποτυχία αποκαλύπτει χαρακτήρα: «Η αλήθεια είναι ότι η αποτυχία μπορεί να είναι κάτι πολύ αξιέπαινο», είπε στην Washington Post το 1990. «Δεν είναι ότι έχεις μια αποτυχία. Είναι τι κάνεις με αυτήν».

Πηγή: Lifo.gr (Με πληροφορίες από The New York Times)