Μια εξομολόγηση μέσω των social media έκανε η Καίτη Φίνου, αναφερόμενη στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και στην ψυχολογική της κατάρρευση. Η ηθοποιός, που όπως εξήγησε από το 2024 μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, θα ήθελε να «φύγει» από αυτό τον κόσμο, χωρίς να ταλαιπωρηθεί από ασθένειες.
Απευθυνόμενη στους ακόλουθούς της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παραδέχτηκε πως νιώθει μόνη, μην έχοντας δίπλα της κάποιον για να μοιραστεί τις πληγές που κουβαλά από παιδί, ενώ εξέφρασε την άποψη πως ο Θεός την τιμωρεί ή την κρατά στη ζωή για να της δώσει ακόμα μαθήματα.
Όπως είπε μέσα από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram: «Από το 2024 μπαίνω σε νοσοκομεία, αλλά δεν είναι θέμα το ότι μεγαλώνω, αλλά η ψυχολογία που κάθε μέρα είναι στα τάρταρα. Ξαφνικά, για λίγα λεπτά αρχίζω να χαμογελάω και μετά ξανά πάλι. Δεν θέλω να πάω πουθενά και δεν με ενδιαφέρει, χρόνια τώρα, δεν ξέρω γιατί και δεν θα καθίσω άλλο να ψάξω», εξομολογείται. Αρκετά έχω ασχοληθεί με αυτά που έχω περάσει όσο ήμουν παιδί και έφηβη και νομίζω ότι στην ηλικία που είμαι δεν έχω χρόνο να διορθώσω το οτιδήποτε. «Δεν ξέρω γιατί το άγνωστο με φοβίζει τώρα πια, ποτέ δεν καθόμουν να ασχοληθώ με το αύριο και τι θα φέρει».
Παράλληλα η Καίτη Φίνου υπογράμμισε την ανάγκη της να εργαστεί και να αποκτήσει ξανά μια αίσθηση ανεξαρτησίας. «Θέλω να κάνω κάποια δουλειά που ταιριάζει στα προβλήματα που έχω, για να έχω κάποια δικά μου χρήματα, να πάρω ένα ταξί και να πάω να καθίσω σε ένα έρημο μέρος, να πιω καφέ και να αγναντεύω τη θάλασσα», επισήμανε.
Κλείνοντας, η ηθοποιός εξομολογήθηκε: «Για μένα η σωτηρία της ψυχής μου θα ήταν να “φύγω”. Όχι με άσχημο θάνατο και αρρώστιες, γιατί θα βάλω άλλους να κουραστούν και δεν το θέλω. Θέλω να κοιμηθώ και να “φύγω”. Δεν έχω τίποτα και κανέναν εδώ, δεν έχω κάποιον να μοιραστώ αυτά που κρύβω χρόνια ολόκληρα στην καρδιά μου, από τότε που γεννήθηκα. Νομίζω ότι ο Θεός με τιμωρεί για κάποιο λόγο ή με αφήνει εδώ στη Γη να πάρω κάποια μαθήματα – πόσα ακόμη αναρωτιέμαι. Δεν κλαίω ποτέ, δεν ξέρω… Ζω γιατί με έχει ο Θεός να ζω, όχι γιατί θέλω. Θα ‘θελα να κοιμηθώ και να “φύγω”, να ταξιδέψω εκεί που δεν θα με ξαναδεί κανείς πια».