Βραβεία σε μαθητές δημοτικού που εμπνεύστηκαν από τον Νίκο Καζαντζάκη

Ο Κωνσταντίνος Αντωνακάκης, είναι μαθητής του 6ου και 44ου Δημ. Σχολείου Ηρακλείου και η Χριστίνα Σκαντζουράκη, μαθήτρια του Δημοτικού Σχολείου της Μυρτιάς. Οι δύο μικροί μαθητές πήραν τοΒραβείο «Σοφία Μαθιουδάκη» για τον λογοτεχνικό διαγωνισμό που διοργάνωσε το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, σε συνεργασία με τα σχολεία τους.

Το θέμα του διαγωνισμού ,στον οποίο συμμετείχαν 40 μαθητές από τα δύο σχολεία, ήταν «Η ευθύνη και η αξιοπρέπεια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη».

Ο πρώτος αυτός λογοτεχνικός διαγωνισμός που διοργάνωσε το Μουσείο με προαναφερθέντα Δημοτικά Σχολεία εκπληρώνει δύο σημαντικούς και αλληλένδετους στόχους, την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και της δημιουργικής έκφρασης των μαθητών, ενώ προσφέρει βήμα σε νέους δημιουργούς και, όπως φάνηκε από τα κείμενα των βραβευθέντων, μπορεί να αναδείξει νέα συγγραφικά ταλέντα.

Τα κείμενα όλων των μαθητών αναρτήθηκαν στην αίθουσα «Κλεοπάτρα Πρίφτη» του Πολυχώρου του Μουσείου, όπου θα εκτίθενται έως και 30 Ιουνίου 2025.

Αξίζει να δούμε πως δύο παιδιά που βραβεύτηκαν αντιλαμβάνονται τις έννοιες της ευθύνης και της αξιοπρέπειας στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη.

Από την τελετή βράβευσης των δύο μαθητών

Αξίες ανθρώπων, θεών και αγγέλων

Του Κωνσταντίνου Αντωνακάκη

Α

Άνθρωποι

Το κρανίο ενός ανθρώπου είναι ένα ξεκλείδωτο κλουβί. Το μυαλό είναι το καναρίνι μέσα του. Υπάκουο, δεν θέλει να βγει. Η ψυχή, το καναβούρι, που καλεί το καναρίνι έξω. Μόλις βγει, ο άνθρωπος ξαναγεννιέται. Μέσα στην ψυχή, το καναβούρι, υπάρχουν χρυσαφένια κομματάκια, οι αξίες του ανθρώπου∙ αξιοπρέπεια, ευθύνη, χρέος. Μόλις φάει το καναβούρι αυτό το καναρίνι αποκτά τις αξίες αυτές που βρίσκονται μέσα του. Κι έπειτα τις χρησιμοποιεί είτε για να μεταφέρει γνώση ή κάποιο μήνυμα, είτε απλώς για να γίνει καλύτερος άνθρωπος.

Ο Καζαντζάκης διάλεξε την πρώτη επιλογή. Και πώς διέδωσε το μήνυμά του; Με τη συγγραφή των αριστουργημάτων που είναι τα βιβλία του. Μα μέσα από αυτά δε μιλούσε μόνο εκείνος. Μιλούσαν οι παππουδολαλάδες της Κρήτης, οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, οι Βουδιστές μοναχοί της Ασίας. Όλοι είχαν διαφορετικό μήνυμα, ίδιες αξίες. Αξιοπρέπεια, ευθύνη, χρέος.

Το μόνο σίγουρο χρέος του ανθρώπου είναι η πνευματική ανάπτυξη. Το πνεύμα γεννιέται σκουλήκι, αν εκπληρώσουμε το χρέος μας πεθαίνει πεταλούδα και ξυπνάει στον παράδεισο άνθρωπος. Αυτό είναι μια πλήρης ζωή. Ένας γέρος της Κρήτης κάποτε είπε στον Καζαντζάκη: «Όταν παρουσιαστείς ομπρός στην πόρτα της Παράδεισος και δεν ανοίξει, μην πιάσει το κρικέλι της πόρτας να χτυπήσεις∙ ξεκρέμασε από τον ώμο σου το τουφέκι, ρίξε μια τουφεκιά και θα ανοίξει για να καταλάβει πως γυρίζεις από πόλεμο». Τέτοια λόγια δε θα βγουν από στόμα γραμματισμένου και να τα σκεφτόταν δέκα χρόνια.

Β

Θεοί

Χριστός, Βούδας, Αλλάχ. Και οι τρεις προφήτες, Θεοί. Κουβαλούν ένα κοινό μήνυμα. Καλοσύνη, πίστη, αγάπη. Και οι τρεις έχουν υποστηρικτές σε όλο τον κόσμο. Χιλιάδες από δαύτους. Ο Χριστός και η ζωή του, τα πάθη του, η συγχώρεσή του, δίδαξαν τους ανθρώπους καλοσύνη και αγάπη. Ο Βούδας δίδαξε την απλότητα, τη συγκέντρωση. Ο Αλλάχ δίδαξε αξιοπρέπεια, ευθύνη, κανόνες που όλοι οι πιστοί του πρέπει να ακολουθούν.

Και οι τρεις αυτοί θεοί είχαν ένα χρέος στην ανθρωπότητα. Να διδάξουν τι σημαίνει καλοσύνη, ευγένεια, χρέος. Όλα αυτά τα πιστεύει ο Καζαντζάκης. Την ευθύνη, το χρέος, την αξιοπρέπεια, την καλοσύνη, την ευγένεια, τη λιτότητα. Είχε γνωρίσει όλους αυτούς τους πολιτισμούς και τους αγάπησε εξίσου.

Έγραψε, μίλησε για αυτούς. Όμως η εκκλησία της πατρίδας του, οι Έλληνες, τ’ αδέρφια του τον πολέμησαν αυτόν και την ιδεολογία του. Ποτέ δεν πτοήθηκε, ποτέ δεν σταμάτησε, και έτσι είχε αξιοπρέπεια. Μια αξιοπρέπεια που είχε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Γ

Άγγελοι

«Πατέρα, πάει η σταφίδα!» «Ναι αλλά εμείς δεν πάμε!». Λόγια του Μιχάλη Καζαντζάκη αυτά. Λόγια που σμίλεψαν τον Καζαντζάκη. Στο νεκροκρέβατό του τα θυμόταν. Η Ελένη του, η αγαπημένη του Ελένη δίπλα του έκλαιγε και παρακαλούσε τον θεό να μην τον πάρει. Τον πήρε. Στις τελευταίες του στιγμές νερό ζητούσε «διψώ» έλεγε όπως κι ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Αυτό το κρεβάτι ήταν ο σταυρός του και η Ελένη δίπλα του η Θεοτόκος που θρηνούσε αυτόν και τις αξίες του. Ευθύνη, Χρέος, Αξιοπρέπεια.

Ο Κωνσταντίνος Αντωνακάκης, είναι μαθητής στη ΣΤ΄1,στο6ο & 44ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου

«Λάμπης ο νερουλάς»

Της ΧριστίναςΣκαντζουράκη

Πριν κάποια χρόνια στη Μυρτιά Πεδιάδος, ένα χωριό της Κρήτης, ζούσε ένα δεκαεξάχρονο παλικάρι που το λέγαν Λάμπη Πανακοτάκη. Ο Λάμπης ζούσε με τη μητέρα του και τις τρεις μικρότερες αδερφές του, τη Μαρία, την Καλλιόπη και τη Φωτεινή. Ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας αλλά επίσης ο άντρας του σπιτιού, αφού ο πατέρας τους είχε φύγει από τούτον τον κόσμο. Ήταν ψηλός, με ωραία κορμοστασιά, ώριμος, ήσυχος και σοβαρός. Τα μάτια του καφέ σαν το ξύλο, τα μαλλιά του καστανόξανθα, με πάντα ένα μοντέρνο κούρεμα, ρούχα όμορφα και νοικοκυρεμένα, με το σπίτι τους σε ένα λοφάκι να λούζεται κάτω από τον ήλιο. Ο Λάμπης ήταν νερουλάς. Δηλαδή πήγαινε στο ποτάμι που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του, μάζευε νερό μέσα στις στάμνες, το έκανε πόσιμο και το πουλούσε στο χωριό. Έτσι έβγαζε χρήματα για να ζήσει την οικογένειά του. Δούλευε σκληρά όλο το χρόνο, διότι χρειαζόταν όλο και πιο πολλά χρήματα, εφόσον οι αδερφές του μεγάλωναν.

Αλλά εκείνον τον χρόνο τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Κάτι φριχτό είχε συμβεί για εκείνον και την οικογένειά του… Τον χειμώνα δεν είχε βρέξει καθόλου!Το νερό λιγοστέρευε μέρα με τη μέρα, μέχρι που δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου!

– Συμφορά που μας βρήκε, είπε η Καλλιόπη με ένα δάκρυ στο μάτι της.

-Τώρα τι κάνουμε αδερφέ; ρώτησε η αδερφή του η Μαρία, με ένα βλέμμα απογοήτευσης στα μάτια της.

-Χάθηκε όλο! αναφώνησε η μάνα του κοιτάζοντας άφωνη την ελάχιστη ποσότητα νερού.

Η μικρότερη αδερφή, η Φωτεινή έκλαιγε. Δεν άντεχε να βλέπει σε τέτοια κατάσταση τη μητέρα και τις δύο αδερφές της. Όσο για τον Λάμπη, καθόταν άφωνος κοιτάζοντας το ελάχιστο νερό στον ποταμό.

-Ναι αλλά εμείς όχι! Γι’ αυτό πάψτε της κλαψούρες. Θα βρούμε μια λύση. Όλοι μαζί, αποκρίθηκε ο Λάμπης με ένα βλέμμα παρηγοριάς και ελπίδας στο πρόσωπό του.

Όλοι σάστισαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς γίνεται μέσα σε αυτόν τον χαμό κάποιος να κρατήσει την αξιοπρέπειά του. Ο Λάμπης κοίταξε το έδαφος, μετά την οικογένειά του. «Είναι ευθύνη και χρέος μου να τις προστατέψω. Να αγαπάτε την ευθύνη, να λέτε εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Και ορκίζομαι στην πίστη μου για τον Θεό πως θα της προστατεύσω, ό, τι κι αν γίνει», της είπε ακουμπώντας το χέρι του στο στήθος του. Η μάνα του δεν άντεξε άλλο, ξέσπασε σε λυγμούς. Τα ίδια λόγια είχε πει και ο πατέρας της πριν φύγει από τη ζωή. Τότε όλοι την έκαναν μια τεράστια αγκαλιά τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από εκείνη.

Την επόμενη μέρα κιόλας, είχε ήδη ξεκινήσει να αναζητά τρόπους για να ζήσει την οικογένειά του. Έψαχνε σε βιβλία, εγκυκλοπαίδειες, ρωτούσε φίλους ήενηλίκους, αλλά τίποτε παρά μόνο «παρέτα τα».

Μια εβδομάδα αργότερα τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν. Έπρεπε να βρει μια λύση άμεσα. Συνέχιζε να ψάχνει ξανά και ξανά, όλη μέρα και νύχτα μέχρι που μια νύχτα του ήρθε μια ιδέα .Νωρίς το πρωί σηκώθηκε, ντύθηκε, χαιρέτησε τη μητέρα του και άρχισε να περπατά προς την αποθήκη. Πήρε δυο πελώριες στάμνες, το γαϊδουράκι του και κίνησε για το βουνό. Περπατούσε περίπου τρεις ώρες ακούραστα, μέχρι που άρχισε να δροσερεύει λίγο. Από μέσα του όλη την ώρα ήλεγε «Ο καλός ο δρόμος είναι οανήφορος» για να του δώσει κουράγιο.

Μια ώρα μετά επιτέλους σταμάτησε. Έκατσε σε ένα δέντρο να ξαποστάσει και έκλεισε τα μάτια του. Στα ξαφνικά άκουσε νερό. Μια πηγή! Γρήγορα σηκώθηκε, ξεσκονίστηκε και έτρεξε της την κατεύθυνση όπου άκουγε το νερό. Όταν έφτασε, δεν πίστευε στα μάτια του. Μια τεράστια λίμνη βρισκόταν ευθεία μπρος του. Το νερό ήταν πόσιμο αφού ερχόντουσαν και άλλα ζώα να πιούν.

Άρπαξε της στάμνες και πήρε όσο νερό χωρούσαν. Τις έβαλε στο γάιδαρο και πήρε το δρόμο της επιστροφής.

-Μάνα βρήκα νερό! Φώναξε γεμάτος χαρά.

-Αλήθεια; Ρώτησε η μητέρα με ελπίδα στον τόνο της φωνής της.

-Ναι μάνα! Βρήκα άφθονο νερό! Στο βουνό είναι! Θα πηγαίνω εκεί κάθε πρωί για να φέρνω, της αποκρίθηκε.

-Εντάξει γιε μου αλλά να είσαι προσεκτικός, τον συμβούλεψε παίρνοντάς τον μια αγκαλιά.

Από εκείνη τη μέρα και μετά, ο Λάμπης πήγαινε στο βουνό για να μαζέψει νερό. Έβγαλε χρήματα και μπόρεσε να ζήσει την οικογένειά του μέχρι το χειμώνα. Κα ιζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

ΤΕΛΟΣ!

Η Χριστίνα Σκαντζουράκη, είναι μαθήτρια στη ΣΤ΄τάξη Δημοτικό Σχολείο Μυρτιάς