Το δωμάτιο όπου ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητριάδης) πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σε ένα ισόγειο διαμέρισμα στην περιοχή των 40 Εκκλησιών, «μεταφέρθηκε» στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Στις 11 Αυγούστου 2020 και έπειτα από πολυετή ασθένεια, η οποία τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι, ο ποιητής, λογοτέχνης, φιλόλογος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, εκδότης, βιβλιοκριτικός και μεγάλος συλλέκτης έργων τέχνης, μία από τις διαχρονικά πιο εμβληματικές και ασυμβίβαστες προσωπικότητες, που ταύτισαν τη ζωή και το έργο τους με τη Θεσσαλονίκη, πέθανε σε ηλικία 89 ετών.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Ντίνου Χριστιανόπουλου η Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του ΑΠΘ (ΒΚΠ-ΑΠΘ) «άνοιξε» στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τον χώρο που διαμόρφωσε στο Επιστημονικό Αναγνωστήριο του νεότερου κτηρίου της Βιβλιοθήκης, τοποθετώντας εκεί τα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή, τα οποία βρίσκονταν στο γραφείο του, στο διαμέρισμά του.
Η απέριττη διακόσμηση του δωματίου διατηρήθηκε κατά τη «μεταφορά» του στο ΑΠΘ.
Έτσι στον ίδιο χώρο με τους αγαπημένους του πίνακες, την προτομή του από τον γλύπτη Γεωργιάδη, τα τεύχη του περιοδικού γραμμάτων και τεχνών «Διαγώνιος», επάνω στο έπιπλο του γραφείου του είναι τοποθετημένα με τον ίδιο τρόπο ένα συνηθισμένο πλαστικό πράσινο πορτατίφ, ένα φθαρμένο και χωρίς λουράκι ρολόι «Q&Q», ένα κεραμικό διακοσμητικό που αναπαριστά μια μαύρη γάτα, ένα διαφημιστικό στυλό της νομαρχίας Θεσσαλονίκης· πράγματα ευτελούς χρηματικής αξίας, αλλά πολύτιμα τεκμήρια που μαρτυρούν την απλότητα που τον χαρακτήριζε και το πόσο τον απωθούσε ένας πολυτελής τρόπος ζωής.
Στο γραφείο μπροστά από την καρέκλα είναι αφημένο ένα χειρόγραφο κείμενο με τίτλο «Κλίκες και τρίχες», που αναφέρεται στην υποδοχή ενός νέου ποιητή από τους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας.
Τα χιλιάδες χειρόγραφα που βρέθηκαν στο διαμέρισμα ήταν αριστοτεχνικά -έως ψυχαναγκαστικά- ταξινομημένα βάσει κατηγοριών και ημερομηνιών, καθώς ο ποιητής από το 1948 διατηρούσε πλήρες αρχείο, ακόμη και για τις επιστολές που ο ίδιος έστελνε, γράφοντάς τες μία φορά για τον παραλήπτη και μία ως ακριβές αντίγραφο για τον εαυτό του.
Από το 2016, όταν ανακοινώθηκε η δωρεά Μέγα-Χριστιανόπουλου στο Αριστοτέλειο, χιλιάδες τεκμήρια -βιβλία, αδημοσίευτα ποιήματα και λογοτεχνικά κείμενα, χειρόγραφα έργα, αλληλογραφία, προσωπικά ημερολόγια, φωτογραφικό υλικό, πίνακες, αρχείο συναυλιών και ηχογραφήσεων- ξεκίνησαν να μεταφέρονται στη Βιβλιοθήκη, να καταλογογραφούνται, να ψηφιοποιούνται.
Ό,τι βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο όπου ο Χριστιανόπουλος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, οι υπεύθυνοι της ΒΚΠ-ΑΠΘ κλήθηκαν να το παραλάβουν αμέσως μετά τον θάνατο του.
Για τις εκπλήξεις προ των οποίων βρέθηκε το προσωπικό της Βιβλιοθήκης, που είχε την ευθύνη της σταδιακής μεταφοράς των έργων τέχνης της Δωρεάς από την οικία του Χριστιανόπουλου στο πανεπιστήμιο, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Ιστορίας της Τέχνης Αντώνης Σαραγιώτης, από το γραφείο ψηφιοποίησης της ΒΚΠ-ΑΠΘ.
«Πήγαμε να παραλάβουμε 80 έργα τέχνης και βρήκαμε 1000. Ήταν ένα σοκ» ανέφερε, προσθέτοντας πως «κάθε έργο φέρει υπογραφή του καλλιτέχνη και σημείωση ιδιόχειρη στο πίσω μέρος».
«Έμενε πολλά χρόνια σε ένα σπίτι στη Δημητρίου Πολιορκητού, ένα κλασικό οίκημα, στο οποίο τον επισκέπτονταν όλοι οι λογοτέχνες. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζούσε στις 40 Εκκλησιές, αλλά με το που μετακόμισε εκεί βάρυνε, η αλλαγή περιβάλλοντος του στοίχισε.
Ζούσε πάρα πολλά χρόνια στη Δημητρίου Πολιορκητού, αλλά ήταν ακριβό το ενοίκιο και αναγκάστηκε να φύγει από εκεί […]
Είναι άξιον απορίας ένας τόσο μεγάλος λογοτέχνης να έχει ανάγκη από χρήματα και να έχει τόσο σημαντικούς πίνακες -Φασιανό, Τσαρούχη και άλλους πρωτότυπους πίνακες- που θα μπορούσε έναν πίνακα να πουλήσει και να ζήσει δέκα χρόνια. Θα προτιμούσε όμως να μην έχει να φάει παρά να πουλήσει τον Τσαρούχη», ανέφερε ο κ. Σαραγιώτης.