Ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Τάσος Λειβαδίτης, συνδύασε με την ποίηση του το προσωπικό με το συλλογικό, οραματιζόμενος έναν κόσμο πολιτικά και κοινωνικά δικαιότερο.
Η πρώτη εμφάνιση του Τ. Λειβαδίτη στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» ενώ εργάστηκε ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 – 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Ως ποιητή της βαθιάς ανθρωπιάς, ικανό να μετατρέπει το προσωπικό βίωμα σε καθολική εμπειρία, χαρακτήρισε ο Γιάννης Ρίτσος τον Τάσο Λειβαδίτη, επισημαίνοντας την «τιμιότητα του συναισθήματος» και την καθαρή πολιτική–ηθική θέση χωρίς ρητορικά στολίδια στο έργο του.
Για την ηθική συνέπεια στο έργο του, μίλησε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ενώ αναγνώρισε στον Λειβαδίτη την ποιητική δύναμη, να φέρει την κοινωνική εμπειρία στην ποίηση δίχως να υποκύψει στον διδακτισμό.
Ο Λειβαδίτης, ακόμη και στις πιο σκοτεινές εικόνες του, κράτησε μέσα του μια απέραντη πίστη στον άνθρωπο. Η ποίησή του είναι «μια πράξη αγάπης» — μια στάση απέναντι στη βία της εποχής και με λόγο λιτό αλλά διαπεραστικό, μίλησε για τον έρωτα, και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με τρόπο που εξακολουθεί να συγκινεί.
Αν οι λέξεις δεν έχουν χάσει τα παλιά τους σημαίνοντα, ο Λειβαδίτης είναι ο υπαρξιακός ποιητής της εποχής των βιολετών, σημειώνει η Βερονίκη Δαλακούρα, στην εφημερίδα Το Βήμα στις 10 Ιουλίου του 1985, με αφορμή την έκδοση της ποιητικής του συλλογής Βιολέτες για μια εποχή.
Η συγγένεια του, προσθέτει, όχι μόνο θεματολογικά, αλλά και όσον αφορά την ατμόσφαιρα, μας οδηγεί σε μια πηγή απ’ όπου δροσίστηκαν και φαρμακώθηκαν πολλοί τραγικοί της ύπαρξης. Πολλοί, παρασυρμένοι από την βαθιά θρησκευτικότητα των τελευταίων συλλογών του, θεωρούν το Λειβαδίτη θρησκευτικό ποιητή. Όμως ο Λειβαδίτης δεν είναι ποιητής της θρησκευτικής επανάπαυσης. Η πίστη του είναι ριζωμένη αλλού. Δεν είναι ορθόδοξος. Η αίρεση του, αυθόρμητα σε κάνει να αισθανθείς την απελπισία των γνωστικών. Ζει το πένθος μια εποχής και νοσταλγία των πληγών της.
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος αποκαλεί τον Λειβαδίτη, ποιητή-πολίτη, έτσι θεωρεί ότι του ταιριάζει να καλείται, να τον αποκαλεί ο κόσμος παρά «πολιτικό ποιητή». Συνοδοιπορώντας με τον Μιχάλη Κατσαρό και τον Άρη Αλεξάνδρου, έγραψε στίχους απελπισίας αλλά και αντίστασης συνάμα, με έντονη κοινωνική απεύθυνση.
Ένα ερώτημα που μπαίνει πάντοτε στον δημιουργό ή από τον εαυτό του ή από τους άλλους είναι ο ορισμός της ποίησης, αναφέρει ο Τάσος Λειβαδίτης στην εφημερίδα το Βήμα στις 10 Ιουλίου 1985. Τι να απαντήσει όμως κανείς για ένα τόσο πολύπλοκο φαινόμενο, και σαν έκφραση αλλά και σαν λειτουργία. Όλοι οι ορισμοί απλώς άπτονται του θέματος. Παρόλα αυτά ο πειρασμός είναι μεγάλος σε δημιουργούς και κριτικούς να βάλουν το δάκτυλο στον τύπο των ήλων. Σ’ ένα ανέκδοτο ποίημα μου έχω ένα στίχο: κι η ποίηση είναι σαν να ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό. Φυσικά πολύ ποιητικό.
Πάντως ένας επιστημονικός ορισμός κατά την γνώμη μου, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: ποίηση είναι εκείνη η μορφή της γλώσσας, που εμπεριέχει το μεγαλύτερο ποσοστό συγκίνησης. Ο ποιητής, συνεχίζει ο Τάσος Λειβαδίτης, ζει σε μια διαρκή αγρύπνια, σ’ ένα διαρκές εσωτερικό σκάψιμο, όπου πολλές φορές ανασύρει πράγματα που τον τρομάζουν. Ακόμα και τα όνειρα του είναι μέρος της δουλειάς του. Και το χειρότερο; Δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος με τη δουλειά του. Με δύο λόγια, και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι ποιητές, το γράψιμο είναι περισσότερο ένα μαρτύριο παρά μια λύτρωση , όπως είναι διαδεδομένη αυτή η πλάνη. Χωρίς να παραβλέπω, εκείνη τη θεία ικανοποίηση, που δίνει κάποιες στιγμές ένας εξαίρετος, αποκαλυπτικός στίχος. Αλλά αυτό δυστυχώς κρατά πάντα πολύ λίγο..
