Ολόκληρη η απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας, την οποία παρουσιάζει «Το Βήμα» και συγκεκριμένα τα βασικά σημεία της, προκαλεί προβληματισμό για το αν μπορεί να ανατραπεί με πολιτική συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου. Η απόφαση εκδόθηκε «στο όνομα του Αλλάχ, του πιο Ευσπλαχνικού και του πιο Ελεήμονος» και παρατίθενται οι ακόλουθοι στίχοι από το κεφάλαιο του Κορανίου που αφηγείται την ιστορία του Μωυσή. «Κύριέ μου, άνοιξε το στήθος μου, λύσε τον κόμπο της γλώσσας μου και τελειοποίησε την έκφρασή μου».
Επίσης, επισημαίνεται ότι η διαφορά αφορά την περιοχή του Τορ Σινά, όπου ο Αλλάχ φανερώθηκε στον προφήτη Μωυσή και αυτός έλαβε τις δώδεκα πλάκες και χτύπησε το έδαφος με το ραβδί του και ανέβλυσαν δώδεκα πηγές, από τις οποίες ήπιαν όλοι οι άνθρωποι. «Η Αίγυπτος πάντα προστάτευε αυτούς τους ευλογημένους τόπους».
Στο προοίμιό της η απόφαση του Εφετείου αναγνωρίζει ότι η Μονή είναι η μόνη στον κόσμο που διατηρεί την αρχιτεκτονική της υπόσταση και τη θρησκευτική και αρχαιολογική της αξία από την αρχαιότητα έως σήμερα. Τη χαρακτηρίζει «μάρτυρα της υπερηφάνειας της Αιγύπτου, η οποία μαζί με τον μεγάλο λαό της τη διατήρησε, παρά τις επιδρομές των Σταυροφόρων και των Τατάρων, τη γαλλική, αγγλική και ισραηλινή κατοχή, χωρίς να προκληθεί βλάβη σε αυτήν».
Επισημαίνει ότι η τέλεση των θρησκευτικών λειτουργιών στη Μονή δεν σταμάτησε ποτέ και ότι η Αίγυπτος έχει σεβαστεί τη μοναδικότητά της στο όνομα της ελευθερίας της πίστης, καθώς δεν επέβαλε συγκεκριμένο δόγμα στους χριστιανούς, όπως έκαναν άλλες χώρες. Σε ένδειξη αναγνώρισης της θρησκευτικής σημασίας της Μονής Αγίας Αικατερίνης, η τοποθέτηση του Μητροπολίτη της εγκρίθηκε από την ανώτατη αρχή του κράτους και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η Μονή θεωρήθηκε αρχαίο μνημείο και το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων χαρακτήρισε τον χώρο ως φυσικό καταφύγιο.
Η πρωτόδικη απόφαση
Η πρώτη αγωγή κατατέθηκε το 2015 και η απόφαση εξεδόθη τον Μάιο του 2022, από το Πρωτοδικείο του Νότιου Σινά. Σε αυτό προσέφυγαν ο κυβερνήτης του Νότιου Σινά και ο εκπρόσωπος της Τοπικής Αρχής Αγίας Αικατερίνης κατά του Αρχιεπισκόπου Σινά Δαμιανού, ζητώντας να αποβληθεί η Μονή από 29 ακίνητα, τα οποία καταγράφονταν στο δικόγραφο και να καταβληθεί αποζημίωση εφόσον τα κτίσματα αυτά διατηρηθούν και δεν κατεδαφιστούν.
Το αίτημα αυτό βασίστηκε στον ισχυρισμό ότι η Τοπική Αρχή Αγίας Αικατερίνης έχει κυριότητα στα είκοσι εννέα ακίνητα και ότι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός προέβη σε κατάληψη και αυθαίρετη χρήση τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τα ακίνητα που αποτέλεσαν αντικείμενο της διαφοράς ανήκουν στην Τοπική Αρχή Αγίας Αικατερίνης, σύμφωνα με τον νομίμως καταρτισθέντα και εγκεκριμένο κτηματολογικό χάρτη, στον οποίο και έχουν καταχωρηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός όχι μόνο κατέλαβε αυθαιρέτως τα ακίνητα, αλλά ανέγειρε σε αυτά κτίρια και άλλες κατασκευές, χωρίς τη συναίνεση του κυρίου, κάτι που προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα της Τοπικής Αρχής Αγίας Αικατερίνης επί των ακινήτων. Αποφασίστηκε, εξάλλου, ότι η κατασκευή κτισμάτων θεμελιώνει δικαίωμα των εναγόντων να ζητήσουν αποζημίωση, με καταβολή τόκων υπερημερίας, εξαιτίας της στέρησης χρήσης των εκτάσεων αυτών από την αρμόδια Τοπική Αρχή για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που της προκάλεσε σημαντική υλική ζημία.
Μέχρι να εκδοθεί η απόφαση, το δικαστήριο όρισε πραγματογνώμονα για να εξετάσει τα ακίνητα, ο οποίος δεν μπόρεσε να επιθεωρήσει 19 από αυτά λόγω δύσκολης πρόσβασης. Ο πραγματογνώμονας αποφάνθηκε ότι πέντε ανήκουν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Αρχαιοτήτων, ενώ δήλωσε ότι δεν κατάφερε να προσδιορίσει την ημερομηνία έναρξης της κατοχής των ακινήτων. Μετά από αυτά έγινε αποδεκτή η έκθεση του πραγματογνώμονα ότι τα είκοσι εννέα οικόπεδα είναι εν μέρει δημόσια περιουσία της Διοίκησης Νοτίου Σινά και εν μέρει υπάγονται στην αρμοδιότητα των υπουργείων Αρχαιοτήτων και Περιβάλλοντος, καθώς η Μονή δεν επέδειξε νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας, άρα καταπάτησε τα ακίνητα.
Η έφεση το 2022
Στην απόφαση αυτή άσκησε έφεση ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός το 2022, με το επιχείρημα μεταξύ άλλων ότι η Μονή κατέχει τα ακίνητα από τον 5ο και τον 6ο αιώνα, συνεχώς, χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα, γεγονός που του δίνει το δικαίωμα κυριότητας, επειδή πρόκειται για θρησκευτικά ιερά, μοναστήρια και εκκλησίες. Το 2023 το δικαστήριο διέταξε νέα πραγματογνωμοσύνη από ειδικά διορισμένη επιτροπή.
Η επιτροπή αυτή διαπίστωσε ότι: Οι αμφισβητούμενες εκτάσεις βρίσκονται στην πόλη της Αγίας Αικατερίνης. Μετά από επιθεώρηση όλων των αγροτεμαχίων βρέθηκαν 31 που δεν χρησιμοποιούνταν και 40 γεωργικής χρήσης, σύνολο 71 ακίνητα, τα οποία ανήκουν στο κράτος.
Οτι το 2004 υπογράφηκαν 21 προκαταρκτικά συμβόλαια πώλησης από τον προϊστάμενο της τοπικής αρχής της πόλης της Αγίας Αικατερίνης για αγροτεμάχια εντός της έκτασης της αγωγής. Το 2007 η Μονή υπέβαλε αίτημα για τη νομιμοποίηση της κατοχής των εκτάσεών της που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα, αλλά στο δικαστήριο δεν υπέβαλε κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει την επίσημη μεταβίβαση κυριότητας των αμφισβητούμενων εκτάσεων σε αυτήν.
Η απόφαση του Εφετείου
Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο κυβερνήτης Νοτίου Σινά ζήτησε αναβολή για φιλικό διακανονισμό και η δίκη αναβλήθηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025. Αιφνιδιαστικά, και ενώ είχε μεσολαβήσει η επίσκεψη Σίσι στη Αθήνα, το εφετείο της Ισμαηλίας εξέδωσε την απόφασή του.
Με αυτήν έκρινε ότι σύμφωνα με το αιγυπτιακό δίκαιο δεν αποκτάται κυριότητα μέσω πληρεξουσίου και ότι η απόκτηση με χρησικτησία αφορά μόνο ιδιωτικές ιδιοκτησίες και όχι δημόσια κτήματα. Επικαλείται μάλιστα το άρθρο 970 του Αστικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 147 του 1957, που ορίζει ότι τα δημόσια κτήματα δεν χάνουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους, αν δεν υπάρχει νόμιμη απόφαση ή νόμος για τη λήξη της διάθεσης, και η λήξη πρέπει να είναι σαφής και αδιαμφισβήτητη.
Επίσης αναφέρει ότι η αγωγή για εκδίωξη αποσκοπεί στην προστασία του δικαιώματος του αιτούντος να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται την περιουσία και στη δήλωση της επιθυμίας του να την ανακτήσει από το πρόσωπο που έχει τοποθετήσει το χέρι του πάνω σε αυτήν αδίκως. Η απλή παρέλευση του χρόνου κατοχής των ακινήτων από τον καταπατητή δεν αρκεί για να αφαιρέσει την πραγματική κατοχή, αρκεί ο κάτοχος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για το γεγονός της καταπάτησης.
Το βάρος της απόδειξης μετατίθεται στον καταπατητή, για να αποδείξει ότι έχει νόμιμο λόγο να διεκδικεί τα συγκεκριμένα ακίνητα. Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε στον Αρχιεπίσκοπο Δαμιανό την ιδιότητα του νομικά δικαιούχου για να ασκήσει αγωγή για τα ακίνητα και απέρριψε το αίτημά του για την απόκτηση κυριότητας επί αμφισβητούμενης γης με χρησικτησία.
Επίσης απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι οι ενάγοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος, αλλά και την αγωγή του για θρησκευτικές εγκαταστάσεις και μνημεία, όπως η Εκκλησία του Προφήτη Ααρών, η Μονή Αγίας Αικατερίνης και η περίβολός της, η Εκκλησία Μοναστηριού Μποστάν, η Εκκλησία Αγίου Θεοδώρου, η Εκκλησία Αγίου Στυλιανού και παρακείμενες μοναχικές κατοικίες, η Εκκλησία της Αγίας Τριάδας, δωμάτια στο Ορος Σινά (Γεωγραφική Θέση 1 και 2), οι εκκλησίες Αγίου Ιωάννη, Αγίου Γρηγορίου, Αγίου Παντελεήμονα, Αγίας Αννας, Αγίας Οικονομίας, του Λίθου του Μωυσή, κ.ά. Ορίστηκε επίσης αποβολή από τα υπόλοιπα ακίνητα που περιλαμβάνουν γεωργικές εκτάσεις και κτιριακές υποδομές. Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας, η οποία δημιουργεί δεδομένα που δύσκολα θα αγνοηθούν κατά την επιθυμητή πολιτική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου.