Σίγησε η πιο τρανή μας λαλιά

Μία από τις πιο σημαντικές μορφές του ελληνικού τραγουδιού, ο Διονύσης Σαββόπουλος, σίγησε στις 9.10 το βράδυ της Τρίτης 21 Οκτωβρίου από ανακοπή καρδιάς, ενώ έδινε σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας, καθώς την προηγούμενη εβδομάδα είχε επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του.

Ο ίδιος είχε μιλήσει ανοιχτά στο παρελθόν για τη μάχη του με τον καρκίνο του πνεύμονα, την οποία είχε αποκαλύψει μέσα από τη βιογραφία του. Η κηδεία του θα τελεστεί δημοσία δαπάνη το Σάββατο, από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

O Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε αφήνοντας πίσω του μια τεράστια κληρονομιά, γιατί η πορεία του υπήρξε κάτι περισσότερο από μουσική διαδρομή· ήταν μια συμπύκνωση της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Φεύγοντας έκλεισε έναν φυσικό κύκλο αλλά δεν έκλεισε μια εποχή, γιατί τα τραγούδια του δεν είναι απλώς μελωδίες, είναι -όπως ειπώθηκε- σχόλια πάνω στη ζωή, στην πολιτική, στην ιστορία και στον άνθρωπο.

«Τραγούδι -είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του- θα πει “ωδή του τράγου”. Το τραγούδι είναι η θυσία που δεν έγινε. Όμως, αν η θυσία που δεν έγινε, τραγουδηθεί, τότε είναι σαν να έγινε. Τραγουδώντας τον πόθο σου, νιώθεις μεγάλη ανακούφιση, όλα ενώνονται. Η τραγουδισμένη μας ζωή είναι η αληθινή».

Ο «Νιόνιος» από τη Θεσσαλονίκη, με τη χαρακτηριστική φωνή, τον αυτοσαρκασμό και την καυστική του ματιά, υπήρξε ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που κατόρθωσαν να ενσαρκώσουν τον παλμό κάθε εποχής – από τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση, μέχρι την κρίση και την πολιτική απογοήτευση των τελευταίων δεκαετιών. Γιατί, όπως έλεγε, «ο καλλιτέχνης πρέπει να τραγουδά αυτό που πιστεύει, όχι αυτό που περιμένουν οι άλλοι να ακούσουν».

«Θεωρώ τον Σαββόπουλο -έλεγε ο μεγάλος Μάνος- τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της γενιάς που διαδέχτηκε τη δική μας! Ο Σαββόπουλος, στα τόσα χρόνια που υπάρχει, έχει ήδη δημιουργήσει την προσωπική του ιστορία. Τόσο αυτός όσο και ο Μικρούτσικος, είναι πρωτογενείς φυσιογνωμίες. Κουβαλάνε έναν ολόκληρο κόσμο μέσα τους. Δηλαδή, έχουν μια προσωπική μυθολογία.

Με τον Μάνο Λοΐζο

Ο Σαββόπουλος δεν κατέβηκε στην Αθήνα φτιάχνοντας απλώς ένα ωραίο τραγουδάκι. Ο Σαββόπουλος κατέβηκε κουβαλώντας μια προσωπική μυθολογία, η οποία είναι συνδυασμός καταγωγής (Μακεδονία), ενός κλίματος της εποχής που έζησε και έγινε νέος κι ενός κλίματος ποιητικού από μια ομάδα ποιητών της Θεσσαλονίκης που βγήκε.

Μπορεί, βέβαια, με όλα αυτά να γινόταν απλώς ένας επαρχιακός καλλιτέχνης. Έγινε όμως πανελλαδικός. Αυτό είναι το μεγάλο ταλέντο του. Συγχρόνως, διαμόρφωσε μια ζωή σύμφωνα με τη μουσική του. Αυτά όλα είναι πολύ σημαντικά πράγματα».

«Και τι δεν είπε -γράφει η συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη- από όσα ψελλίζαμε. Από όσα φοβόμασταν να παραδεχτούμε. Βρήκε τις λέξεις μας και τις έννοιες που μας κυνηγούσαν και στον ύπνο σαν αβέβαιες σπίθες. Με ομορφιά και ποίηση τις μάζεψε.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Σταύρο Ξαρχάκο

Ο Σαββόπουλος έδωσε θάρρος στη γενιά μας και όχι μόνο. Αυτό ξέρω εγώ και πολλά του χρωστάμε. Τώρα όμως η ώρα του ήγγικεν. Θέλει να ξεκουραστεί, να ειρηνεύσει στην ησυχία τόσων τραγουδιών.

Το αγέρι πια μόνο…

Να τον πάρει μακριά,

να τον πάει στα πέρα μέρη,

φύσα θάλασσα πλατιά,

φύσα αγέρι, φύσα αγέρι…».

Ο Σαββόπουλος ήταν ο μουσικός ήρωας που ενσάρκωνε όλα τα πρόσωπα του νεοέλληνα, γι’ αυτό όλοι έχουν να μοιραστούν ένα συναίσθημα, μια ιστορία.

Τη μέρα του γάμου τους. Στις 28 Οκτωβρίου θα συμπλήρωναν 58 χρόνια γάμου

Από την Θεσσαλονίκη

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Έχοντας ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και την Φιλιππούπολη, δέχτηκε σε νεαρή ηλικία επιρροές από μια πιο ανατολίτικη κουλτούρα. Μεγαλώνοντας, αποφάσισε να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στο τμήμα της Νομικής. Πολύ γρήγορα όμως, συνειδητοποίησε πως κάτι τέτοιο ούτε τον εξέφραζε ούτε τον γέμιζε.

Έτσι, το 1963 ανακοίνωσε στους γονείς του πως θα εγκαταλείψει τις σπουδές του και θα ασχοληθεί πιο σοβαρά με τη μουσική και μετακόμισε στην Αθήνα. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες ημέρες του ως μουσικός και σύντομα έγινε πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.

Το 1963 πρωτοπαρουσίασε τραγούδια που ερμήνευε ο ίδιος, σε στίχους και μουσική δική του. Τα τραγούδια του συνιστούν τομή για την ελληνική μουσική γιατί καθιέρωσαν στα νεότερα χρόνια ένα παμπάλαιο είδος, που πριν από τον Σαββόπουλο ήταν ακατάτακτο και αταξινόμητο, συγχρονίζοντας έτσι το αίσθημα της ελληνικής παραδοσιακής τραγουδοποιίας με τα σύγχρονα παγκόσμια μουσικά ρεύματα.

Οι ερμηνείες και οι ενορχηστρώσεις του θεωρούνται μοναδικές και αξεπέραστες, ενώ τραγούδια του όπως τα «Φορτηγό», «Περιβόλι του τρελλού», «Μπάλλος», «Βρώμικο ψωμί», «Ρεζέρβα» και «Τραπεζάκια έξω», όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένουν άφθαρτα και πάντοτε επίκαιρα. Επίσης, επέλεξε από την αρχή της καριέρας του να σκηνοθετεί ο ίδιος τις παραστάσεις του, που έγιναν σημεία αναφοράς τόσο για τη θεατρικότητά τους όσο και για τους χώρους όπου παρουσιάστηκαν.

Ο Σαββόπουλος ανακάλυπτε χώρους που είχαν άλλη χρήση, δημιουργούσε μουσικές σκηνές και τις διαμόρφωνε όπως εκείνος οραματιζόταν.

Ιστορικές είναι για την Ελλάδα η συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας το 1983 (το στάδιο όπου μετέπειτα έγιναν οι τελετές των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στις οποίες πρωτοστάτησε) και το καλοκαίρι του 2017 στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο με την συμμετοχή εξήντα χιλιάδων θεατών.

Αυτοδίδακτος και προικισμένος δημιουργός, εκπληκτικός περφόρμερ και αφηγητής, ο Σαββόπουλος εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις εμφανίσεών του. Όλοι οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό, παντού όπου υπάρχει ελληνισμός.

Εκεί στην δεκαετία του ‘60

Ταξίδεψε πολύ και έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας, για την Επίδαυρο αλλά και για τον κινηματογράφο όπου κέρδισε βραβείο μουσικής για το Happy Day το 1976, αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει. Παρουσίασε στη δισκογραφία, ως μουσικός παραγωγός, νεότερους και πρωτοεμφανιζόμενους συναδέλφους του.

Ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.

Εξέδωσε 5 βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενά του. Με την αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», εκδόσεις Πατάκη 2024, ο Σαββόπουλος θα τιμήσει τα ογδόντα του χρόνια αφηγούμενος το πώς από τροβαδούρος για «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», μετατράπηκε σε εθνικό βάρδο.

Απευθύνεται, μεταξύ άλλων, και σε εκείνους τους οποίους δυσαρέστησε κατά καιρούς ή και σε όσους τον πίκραναν, για να πει σε όλους «νερό κι αλάτι». Έχοντας πια περάσει στην αιωνιότητα, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανακαλεί τη δεκαετία του 1960 και τη Μεταπολίτευση για να φτάσει μέχρι την ωριμότητά του.

Με τον Μάνο Λοΐζο

«Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος -έλεγε ο ίδιος- δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά – σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο“, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.

Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ‘θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ‘χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.

Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό». Ήταν παντρεμένος με την πολυαγαπημένη του Άσπα, με την οποία σε λίγες μέρες θα γιόρταζαν 58 χρόνια γάμου. Είχε δύο γιούς, τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό, και δύο εγγόνια, τον Διονύση και τον Ανδρέα.

Από την τελευταία του εμφάνιση με τη σύζυγό του Άσπα

«Όχι κλάψες για τον μέγιστο»

Γράφει ο Άρης Δαβαράκης για τον Διονύση Σαββόπουλο: «Κι όπως πλησιάζει η επέτειος του ΟΧΙ, λέω ο Έλληνας “γούστο που το ‘χει…“. Θα ξαναβρεθούμε σε άλλες συχνότητες Διονύση μας αγαπημένε φίλε. Όχι κλάψες για τον μέγιστο». Σύσσωμη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία εξέφρασε τα συλλυπητήριά της, για τον θάνατό του.

«Πες ότι έδινες ένα χαρτάκι με ονόματα να μνημονευτούν εδώ, στην άκρη της δύσκολης εποχής. Για λίγο κουράγιο», τον είχε ρωτήσει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Κι αυτός απάντησε:

«Μάνος Χατζιδάκις. Νίκος Γκάτσος. Γιάννης Τσαρούχης. Τάκης Χορν». Τώρα βάζουμε και τ’ όνομά του, Διονύσης Σαββόπουλος.