«Πρωινό τσιγάρο» – Ένα πορτρέτο του Νότη Μαυρουδή

Ο Νότης Μαυρουδής, μελοποίησε το ανέφικτο. Όχι το εφικτό. Με το εφικτό όσοι αναμετρήθηκαν απέτυχαν. Τον γοήτευαν λέξεις, εικόνες και νοήματα που δεν υπόσχονται το θαύμα. Μπορεί, και να΄ναι τα τραγούδια του στέρεες ανεμόσκαλες, για τ΄ ουρανού τ΄ αγκάλιασμα.

Ο Μαυρουδής, μελοποίησε τον αντίλαλο της σιωπής. Τον βαθύτερο δηλαδή Λόγο. Ειλικρινής με τη τέχνη του, κι αν κάποτε πίστεψε τα μικρά ψέματα της τέχνης είναι γιατί, ο Νότης και η τέχνη του, είχαν έναν κρυφό μυστικό κώδικα που οδηγεί στη συγκίνηση.

Ο Νότης θεωρούσε τον εαυτό του παρατηρητή. Είμαι ένας άνθρωπος, έλεγε, που ενδιαφέρεται να βλέπει πως κυλάει ο χρόνος, με απασχολούν οι σκέψεις για τον χρόνο, πώς κυλάει, πώς εξελίσσεται, πώς περνάει πάνω από αυτή τη χώρα.

Η απελπισία παγώνει τη σκέψη. Πάντως, δεν είμαστε λίγοι αυτοί που ονειρευόμαστε ακόμη την πιο δίκαιη κοινωνία και την επιδιώκουμε.

Θα πρέπει να ξανακοιτάξουμε τον κόσμο και να προσπαθήσουμε ξανά να τον κατανοήσουμε…

Η λησμονιά είναι μια ιδιότυπη άμυνα, θα πει ο Νότης Μαυρουδής, που έχει επινοήσει ο άνθρωπος για να διώξει το κακό όνειρο. Να απαλλαγεί από τη βαριά ατμόσφαιρα, την αγωνία και τους συμβολισμούς που το συνοδεύουν. Η φαντασία και το όνειρο μπορεί να λειτουργήσουν και σαν παρηγοριά που θα δημιουργήσει μέσα από το αναγκαίο κλίμα τη γνώριμη και οικεία διάθεση ψυχικής ευεξίας, μια που εμείς οι ίδιοι είμαστε κυρίως μέσα σε αυτό.

Ο Νότης ήταν οπλισμένος με μια ιδιότυπη δικαιοσύνη. Μια δικαιοσύνη καταδίκη του. Θα την έλεγα δικαιοσύνη του αναστεναγμού, η δικαιοσύνη του χαρμολύπης…

Υπάρχει μια αθωότητα σε όλο αυτό. Οι άνθρωποι που παρατηρούν, που εύστοχα σχολιάζουν και πολλές φορές συνθλίβονται με ό,τι τους επιστρατεύει την ευαισθησία και τον ψυχικό τους δέκτη, το πρώτο στοιχείο που προβάλλεται μέσα τους είναι η αθωότητα.

«Έχω παρατηρήσει» έλεγε ο Νότης, «πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου, όποτε βρισκόμουν μέσα σε πλήθος, επέλεγα την απομόνωση. Στεκόμουν σε μια γωνιά, με ένα ποτήρι στο χέρι, μοναδική απόδειξη συμμετοχής μου. Από παλιά ένιωθα ότι το πλήθος δεν ήταν και δεν είναι ο δικός μου κόσμος. Δεν είναι αυτός που με άφηνε ελεύθερο να εκφραστώ και να καταπιαστώ με θέματα κοινού ενδιαφέροντος».

Πολλές φορές έρχεται στο νου μου ο άγνωστος γέροντας σε εκείνο το παγκάκι κοντά στο σπίτι μου. Το βλέμμα του απλανές, ταξιδεμένο. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτός ο άνθρωπος καθόταν εκεί για να βιώνει μια μοναξιά που την είχε ανάγκη.

Σε κείμενό του λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο Ν. Μαυρουδής γράφει:

«Στη ζωή δεν υπάρχουν δ ε δ ο μ έ ν α· αυτά ανατρέπονται εύκολα. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι αλληλέγγυοι και συνοδοιπόροι, να συμπλεύσουν μέσα στο κύμα της εκπαίδευσης, της γνώσης, της ελευθερίας και των συλλογικών οργάνων. Να απαλλαχτούμε από αυτές τις θεοσκότεινες κατακόμβες στις οποίες κι εμείς εμμέσως “κατοικούμε” δίχως τη θέλησή μας, βαραίνοντας τις συνειδήσεις.»