«Δυο-τρεις φωτογραφίες του, μια τηλεοπτική του εμφάνιση , λίγα μικρά εισαγωγικά του κείμενα σε δίσκους και ορισμένες δημόσιες μαρτυρίες των συνεργατών του –τροχισμένες μάλιστα τόσο καλά ώστε να μην άφηναν καμία «προσωπική», πέραν της συνεργασίας τους, πληροφορία- ήταν όλο κι όλο το υλικό με το οποίο συνθέσαμε, για τριάντα και πλέον χρόνια, το πορτρέτο του Βαγγέλη Λιάρου (όπως είναι το αληθινό του όνομα)».Αυτά γράφει για τον Άλκη Αλκαίο ο ποιητής και φιλόλογος Σπυρος Αραβανης. «Ο θάνατός του», προσθέτει, «τον Δεκέμβρη του 2012, άνοιξε τον ασκό του ιδιωτικού του Αιόλου αφού άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια στοιχεία από τη ζωή του μέσα από τις μνήμες των φίλων του, επωνύμων και μη, όπως αυτές εμφανίζονται σε τόπους κοινωνικής δικτύωσης. ”
Σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων και συνεργατών του, ο Άλκης Αλκαίος ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά γλυκός, γενναιόδωρος αλλά και πολύ δυνατός. «Ήταν λεβέντης. Δεν σε άφηνε καν να αντιληφθείς το πρόβλημά του, ούτε του άρεσε να συζητά για όσα είχε ζήσει στο παρελθόν. Πάντα μιλούσε για το μέλλον. Μπορεί να ήταν κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο, αλλά το δωμάτιο αυτό είχε παράθυρα σ’ όλον τον κόσμο», θα πει ο Μίλτος Πασχαλιδης σκιαγραφώντας τον Αλκη Αλκαιο.
«Ανεξάντλητα ευαίσθητος σχεδόν αναχωρητής με ήθος σπάνιο με βαθιά ανθρωπιά και ευγένεια παρά τα ανείπωτα δεινά της ζωής του επέμενε ως το τέλος να χτίζει όνειρα με τους στίχους του να πραΰνει τις αγωνίες μας να μας αφυπνίζει να αφουγκράζεται κάθε κρυφό μας έρωτα κάθε ανομολόγητο πόθο μας». Γράφει η ποιήτρια Χαριτινη Ξυδη για τον Αλκη Αλκαιο. «Σακατεμένος κυριολεκτικά», σημειώνει , «από τα πιο σκληρά και άγρια βασανιστήρια που υπέστη κατά την περίοδο της χούντας για την απαράμιλλη αγωνιστική του δράση, κατάφερε να μετατρέψει αυτή τη συμφορά σε ποιητικό σύμβολο σε ιδιότυπο λάβαρο μέσα από τα πολύτιμα νήματα του κρυστάλλινου λόγου του. Κουρασμένος αλλά όχι απεγνωσμένος ελεύθερος από κάθε σωματικό εγκλωβισμό κατόρθωσε να μεταβολίσει την θλίψη σε λαχτάρα για το μυστήριο της ζωής, την επικινδυνότητα και το μαρτύριο σε ελπίδα, σε προσκύνημα αγάπης και σε ανορθόδοξο θαύμα»
Η γραφή του Αλκαίου, εχει τονίσει ο Θάνος Μικρούτσικος, είναι προέκταση του Σαραντάρη, της Πολυδούρη, του Λαπαθιώτη και του Αλέξανδρου Μπάρα, χωρίς να μιμείται κανένα στίχο τους μπαίνει στην παρέα επί ίσοις όροις αν και γράφει στίχο για τραγούδι.
Βαθύτατα λυρικός, προσπαθεί να αγγίξει τον έρωτα, να κάνει τη στιγμή να διαρκέσει αιώνια, ξέρει ότι θα ηττηθεί, η νίκη στον έρωτα είναι η ήττα μας, νομοτελειακά χάνουμε τον εαυτό μας.. Κυρίες και κύριοι είμαι περήφανος πια για τα τραγούδια μου, γιατί πριν πολλά χρόνια ανακάλυψα ένα σπουδαίο ποιητή που παριστάνει τον στιχουργό, που εξέφρασε την προσωπική αγωνία ενός εκάστου εξ ημών, αλλά και την καθολική αγωνία της γενιάς μου, κι ας έγινε η ιστορία σιωπή ο μόνος δρόμος είναι ο δρόμος σ’αυτόν το τόπο που θα μας ακολουθεί όπου κι αν πάμε..
«Ο Αλκης περπατούσε παράξενα, σχεδόν χορευτικά». Γραφει ο Μιλτος Πασχαλιδης στο βιβλίο του (Αγύριστοκεφάλι, ο Αλκης Αλκαιος που γνώρισα). «Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο βάδισμα. Έσερνε ελαφρά το ένα πόδι και με το άλλο έκανε μικρά άλματα, μέχρι να φτάσει στην καρέκλα του. Στιγμές, τον ένιωθες να μετεωρίζεται, φοβόσουν ότι θα πέσει. Δεν έπεφτε. Ούτε στηριζόταν κάπου. Δεν ξέρω αν είχε συνηθίσει πια να μη στηρίζεται ή αν δεν καταδεχόταν να στηριχτεί πουθενά. Ίσως και τα δύο.
Όλες οι κινήσεις του είχαν τη δική τους προσωπική γεωμετρία, σαν να είχε επανασχεδιάσει το χώρο γύρω του. ‘Η σαν να τον είχε επανεφεύρει.
Όταν μιλούσε με πάθος, δηλαδή σχεδόν πάντα, συνεχίζει ο Μίλτος Πασχαλιδης, τεντωνόταν προς τα πίσω τόσο, που κολλούσε την πλάτη στο κάθισμα, λες και ήταν έτοιμος να εκτοξευτεί προς τα πάνω, μαζί με τις λέξεις του.
Ο Άλκης ήταν ένα θηρίο σε κλουβί. Μόνο που το κλουβί ήταν το σώμα του. Γι’ αυτό έμενε κλεισμένος μέσα, αλλά πάντα με τα παράθυρα ανοιχτά.»