Των Εύα Διλβόη, Βασίλη Καρανδινάκη, Γιώργου Παπουτσάκη, από την φιλαναγνωστική ομάδα Modus legendi
Παρίσι, 22 Δεκεμβρίου του 1989… Αφήνει την τελευταία του πνοή ο συγγραφέας που επηρέασε όσο λίγοι την λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Αναπόφευκτα η σκέψη στρέφεται στον Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα, ποιητή και πεζογράφο, Σάμιουελ Μπέκετ και σε ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας το «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Τόσο οι απαιτήσεις που καθημερινά καλείται να αντιμετωπίσει ο καθένας μας, όσο και η έλευση του νέου έτους που παραδοσιακά οδηγεί σε μια ανασκόπηση και αποτίμηση των προσωπικών στόχων μας, κάνουν το έργο του να μένει διαχρονικά επίκαιρο, καθώς διαβάζοντάς το μας φέρνει αντιμέτωπους με το ερώτημα: τελικά τι είναι αυτό που περιμένουμε και τι κάνουμε όσο το περιμένουμε;
Το γοητευτικό με το συγκεκριμένο έργο είναι ότι δεν προσφέρει απαντήσεις, αλλά μας φέρνει αντιμέτωπους με τις επιλογές μας και ίσως εκεί, στην ίδια την πράξη της συνδιαλλαγής με τον εαυτό μας, να κρύβεται η απάντηση.
Ο Μπέκετ επέλεξε συνειδητά τη μινιμαλιστική γραφή, εστιάζοντας στην απλότητα και λιτότητα της γλώσσας, δίνοντας έμφαση στην ουσία των μηνυμάτων. Το έργο του, βαθιά επηρεασμένο από τον υπαρξισμό και την απώλεια του νοήματος, εκφράζει το υπαρξιακό κενό, με έναν «παράλογα» χιουμοριστικό και καυστικό τρόπο έκφρασης, επικρίνοντας τα κακώς κείμενα της ανθρωπότητας και υπενθυμίζοντας τις αξίες και τις σταθερές της ως μηχανισμό άμυνας απέναντι στην απελπισία.
Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», δύο ρακένδυτοι ήρωες, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, «χαμένοι» στη ματαιότητα, περιμένουν παθητικά κάποιον Γκοντό, ο οποίος δεν έρχεται ποτέ:
Βλαντιμίρ: Λοιπόν; Τι κάνουμε;
Εστραγκόν: Ας μην κάνουμε τίποτα. Είναι το πιο ασφαλές.
Βλαντιμίρ: Ας περιμένουμε να δούμε τι θα πει.
Εστραγκόν: Ποιος;
Εστραγκόν: Ο Γκοντό.
Εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο αναμονής, αναβολής και στασιμότητας, μεταθέτουν τη δράση στο μέλλον, περιμένοντας τη λύτρωση από την αδράνεια. Παράλληλα, εμφανίζονται άλλοι τρεις χαρακτήρες, ο Πότζο και ο Λάκυ, που ενσαρκώνουν σχέσεις εξουσίας και υποταγής, φανερώνοντας την ωμή βία, τη διαφθορά αλλά και την αμοιβαία εξάρτηση που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες, καθώς και ένα αγόρι που εκτελεί χρέη αγγελιαφόρου.
Ο Μπέκετ εσκεμμένα έχει «απογυμνώσει» τους ήρωες, καθιστώντας τους καθολικές φιγούρες. Οι σκηνές διαδραματίζονται κάτω από ένα δέντρο, ίσως το μοναδικό στοιχείο που δίνει ζωή στη μάταιη ύπαρξή τους -ή και όχι- ενώ η αναμονή του Γκοντό είναι η λεπτή κλωστή που κρατάει ακόμα ζωντανούς τους κεντρικούς ήρωες -παρόλο που αρκετές φορές φτάνουν ένα βήμα πριν την αυτοκτονία- και… περιμένουν.
Η αναμονή γίνεται αυτοσκοπός, ενώ η αδυναμία των ηρώων να φύγουν φανερώνει την ανθρώπινη προσκόλληση σε προσδοκίες, που ακόμα και όταν δεν εκπληρώνονται, εξακολουθούν συμβιβαστικά να υπάρχουν.
Κίνηση και ακινησία στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»
Στην αναμονή αυτή των δύο ηρώων, κυριαρχεί η αδράνεια. Ο Μπέκετ φαίνεται πως είχε πολύ καλή επίγνωση του πρώτου νόμου του Νεύτωνα, σύμφωνα με τον οποίο αδράνεια είναι η τάση των σωμάτων να αντιστέκονται στη μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης.
Έτσι και ο Εστραγκόν κι ο Βλαδίμηρος, αντιστέκονται σθεναρά απέναντι στην οποιαδήποτε μεταβολή της τωρινής τους κατάστασης. Μετατοπίζονται σε έναν άχωρο και άχρονο χωροχρόνο, αλλά η κατάστασή τους μένει απαράλλακτη, με αποτέλεσμα η κίνηση να είναι κίνηση στο κενό, άρα εντελώς ανούσια. Μέσα στην αδράνεια και την αναμονή τους και επιδιώκοντας να κάνουν τον χρόνο να κυλήσει, επιδίδονται σε επαναλαμβανόμενες, ανούσιες πράξεις.
Ο Σάμιουελ Μπέκετ έχει καταφέρει να «χωρέσει» σε ένα σύντομο θεατρικό έργο την εξαιρετικά τραγική μοίρα του ανθρώπου. Πότε κίνηση, πότε αδράνεια, πότε αεικινησία, πότε ακινησία. Κάποτε παρακίνηση για μιαν απόδραση από τον νόμο του Νεύτωνα, μέσω μιας μάταιης πράξης, κάποτε αναμονή. Με δεδομένο, όμως, ότι η κίνηση συμβαίνει σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, πώς σκιαγραφείται ο χρόνος στο έργο του Μπέκετ;
Η έννοια του χρόνου
Με δεδομένο ότι η κατάτμηση του χρόνου δεν είναι τίποτα άλλο από μία ανθρώπινη σύμβαση που εξυπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες, οι ήρωες του έργου, αποκομμένοι από το ανθρωπογενές περιβάλλον, μπορούν να αντιληφθούν τη μοναδική διάσταση του χρόνου που υπάρχει πραγματικά και ανεξάρτητα από τον άνθρωπο: τη φυσική.
Είναι σε θέση να παρατηρήσουν μονάχα την εναλλαγή της μέρας και της νύχτας, καθώς και την εναλλαγή των εποχών (η οποία σηματοδοτείται από τα ανθισμένα φύλλα του δέντρου στην δεύτερη πράξη).
Γι’ αυτό και τα γεγονότα που εκτυλίσσονται δίνουν την αίσθηση ότι δεν τοποθετούνται αυστηρά στην γραμμικότητα που επιβάλλει ο ιστορικός χρόνος, αλλά σε μία αέναη κυκλικότητα: η αφήγηση δεν εκκινεί από ένα σημείο μηδέν της ιστορίας, αλλά από μια τυχαία στιγμή του χρόνου, ίδια σχεδόν με την προηγούμενη και την επόμενη.
Πώς διαμορφώνεται, λοιπόν, η συνείδηση, η ταυτότητα και η μνήμη, όταν ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να τοποθετήσει τον εαυτό του στον ιστορικό χωροχρόνο; Ο Πότζο δηλώνει χαρακτηριστικά: «Δεν θυμάμαι να συνάντησα κανέναν χθες. Αλλά και αύριο δεν θα θυμάμαι να συνάντησα κανέναν σήμερα», ενώ ο Βλαδίμηρος αναρωτιέται:
«Αύριο άμα ξυπνήσω, ή νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη την μέρα;». Απουσιάζει, επομένως, αυτό που θα ονομάζαμε βιωμένο χρόνο, δηλαδή η συνειδητή αυτοτοποθέτηση του υποκειμένου στις βαθμίδες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, με βάση τις ατομικές εμπειρίες, αναμνήσεις, συναισθήματα και επιδιώξεις του.
Αυτές τις ημέρες, λοιπόν, της επετείου του θανάτου του Μπέκετ, στην εκπνοή της χρονιάς που φεύγει και εν αναμονή της νέας χρονιάς που έρχεται, ας αναρωτηθούμε: πόσο απέχουμε άραγε από τους χαρακτήρες του έργου;
Η παγίδευση σε μία ατέρμονη επαναληψιμότητα και η αδυναμία μας να την αντιληφθούμε, η συνεχής αναστολή της πράξης, άλλοτε από αναποφασιστικότητα, άλλοτε από αναβλητικότητα, μας ωθεί να κυνηγάμε χίμαιρες, να χάνουμε ώρες, μέρες, πρόσωπα και στιγμές.
Η προσδοκία της αλλαγής της κατάστασής μας από κάποιον ή κάτι, από μία ανώτερη δύναμη, από έναν εξωγενή παράγοντα, μας μετατρέπουν στους Βλαδίμηρους και τους Εστραγκόν του σήμερα, και καθιστούν τον μπεκετικό στοχασμό τραγικά επίκαιρο.
Οι αλυσίδες της ρουτίνας και η απουσία προσπάθειας για αλλαγή σκοτώνουν την γραμμικότητα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, αφού το χθες μοιάζει με το σήμερα και το σήμερα θα είναι ίδιο με το αύριο, μέχρι τη λήξη του παιχνιδιού…
Αν ένας στοχαστής διατύπωσε εξίσου ανάγλυφα με τον Μπέκετ, αυτή την τραγική διάσταση της ύπαρξης του σύγχρονου ανθρώπου, και μάλιστα πριν από τον Μπέκετ, είναι ο Καβάφης στο ποίημα «Μονοτονία»: «Αυτά που έρχονται, κανείς εύκολα τα εικάζει· / είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. / Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει».
Το μήνυμα του Μπέκετ θα το χαρακτηρίζαμε κάθε άλλο από απαισιόδοξο, αφού ο ίδιος μάς καλεί να αντιμετωπίσουμε αισιόδοξα την ύπαρξή μας, χωρίς ψευδαισθήσεις και μοιρολατρίες, διαφορετικά: «καθήμενοι εδώ με σταυρωμένα τα χέρια και σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά, τιμάμε εξίσου το είδος μας».
Τα αποσπάσματα που παρατίθενται αντλήθηκαν από τη μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου «Περιμένοντας τον Γκοντό», εκδόσεις: ὕψιλον / θέατρο.
