Π. Σταθόγιαννης: «Ο νεαρός Έλληνας είναι λίγο πιο απαίδευτος και γκρινιάρης, αλλά με λιγότερες ψευδαισθήσεις»

Είναι συγγραφέας, στιχουργός και σεναριογράφος. Έχει γράψει βιβλία, νουβέλες, μυθιστορήματα και ποίηση, πολλά από τα οποία έχουν βγει από τα όρια της χώρας κι έχουν μεταφραστεί σε εννιά ξένες γλώσσες. Επίσης έχει γράψει σενάρια σε ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, ενώ τους στίχους του έχουν τραγουδήσει ο αξέχαστος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, οι Πυξ λαξ, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Γιάννης Κότσιρας, η Καλλιόπη Βέττα, ο μεγάλος Δημήτρης Μητροπάνος και πολλοί άλλοι.

Ο Πάνος Σταθόγιαννης έρχεται στο Ηράκλειο για να παρουσιάσει το βιβλίο «Οκτώ Νουβέλες Γυναικών», το οποίο είναι αποτέλεσμα εξάμηνης εργασίας οκτώ γυναικών του Καλλιτεχνικού Εργαστηρίου «Συντεχνία», του οποίου είναι υπεύθυνος. «Η καλή αποδοχή που είχε ο εν λόγω τόμος, τονίζει μιλώντας στην «Π», επιβράβευσε το τόλμημά μας, λόγω της πολυπρισματικής ποιότητας όλων των αφηγημάτων. Κι αυτό ακριβώς πιστεύω θα βρει σε αυτό το βιβλίο και ο κάθε καινούργιος αναγνώστης, ποιότητα».

Η «Συντεχνία», είναι αποτέλεσμα της δική του ανάγκης να μεταφέρει και σε άλλους τη δυναμική του εμπειρία από τον χώρο της γραφής, στον οποίο είναι αφοσιωμένος εδώ και κοντά πενήντα χρόνια. Μάλιστα δώδεκα χρόνια τώρα, πάνω από 250 άτομα έχουν μοιραστεί μαζί του αυτό το ταξίδι στον έντεχνο και αφηγηματικό λόγο.

Αν και η δημιουργική γραφή δεν μπορεί να δημιουργήσει συγγραφείς, όπως αναφέρει, «αυτό που μπορεί να κάνει είναι όχι μόνο να πυροδοτήσει ένα υπαρκτό ταλέντο, μια κλίση, μια έφεση, αλλά και να το καλλιεργήσει, να του δώσει ρίζες και προοπτική».

Αν όμως μπορούσε να δώσει κάποιες συμβουλές, σίγουρα θα ξεκινούσε από το πολύ διάβασμα. «Αρχίζοντας -υπογραμμίζει- από τους κλασικούς μας και φτάνοντας ως τις μεγάλες πένες, ελληνικές και ξένες, των ημερών μας».

Ο Πάνος Σταθόγιαννης μιλά ακόμα στην εφημερίδα «Πατρίς» για τη δημοσιογραφία, την οποία για χρόνια εξάσκησε, για τις συνεργασίες με σημαντικούς Έλληνες ερμηνευτές, ενώ μέσα από τους στίχους του αναφέρεται στην Ελλάδα και τον Έλληνα του σήμερα, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Ίσως ο νεαρός Έλληνας του σήμερα να είναι λίγο πιο απαίδευτος και γκρινιάρης, αλλά με λιγότερες ψευδαισθήσεις απ’ ό,τι μια γενιά πίσω».

Με τον Τίτο Πατρίκιο και την Άλκη Ζέη

– Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα της εξάμηνης εργασίας οκτώ γυναικών του Καλλιτεχνικού Εργαστηρίου «Συντεχνία». Πώς προέκυψαν οι «Οκτώ Νουβέλες Γυναικών» και τι θα διαβάσει σε αυτές ο αναγνώστης;

Οι «Οκτώ Νουβέλες Γυναικών» είναι αποτέλεσμα της εξάμηνης εργασίας οκτώ γυναικών του Καλλιτεχνικού Εργαστηρίου «Συντεχνία», του οποίου έχω την τιμή να είμαι υπεύθυνος. Στην σχετικά ογκώδη αυτή συλλογή, ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να διαβάσει οκτώ διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες, που μπορεί να διαφοροποιούνται μεταξύ τους θεματικά και υφολογικά, αποκτούν μια συνεκτικότητα λόγω της ιδιαίτερης γυναικείας οπτικής που τις διαπερνά και τις χρωματίζει.

Από την άλλη, θεωρώ πως ό,τι αξιόλογο παράγει το εργαστήριό μας, αξίζει τον κόπο να διεκδικήσει την προσοχή ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Η καλή αποδοχή που είχε ο εν λόγω τόμος, επιβράβευσε το τόλμημά μας, λόγω της πολυπρισματικής ποιότητας όλων των αφηγημάτων. Κι αυτό ακριβώς πιστεύω θα βρει σε αυτό το βιβλίο και ο κάθε καινούργιος αναγνώστης, ποιότητα.

– Ποια ανάγκη δημιούργησε την ομάδα «Συντεχνία»;

Θα έλεγα η δική μου ανάγκη να μεταφέρω και σε άλλους τη δυναμική εμπειρία μου από τον χώρο της γραφής, στον οποίο είμαι αφοσιωμένος εδώ και κοντά πενήντα χρόνια. Λέω «δυναμική», επειδή στον χώρο της όποιας μαθησιακής διαδικασίας τίποτα δεν έχει αρχή και τέλος, και τα πάντα διαρκώς εξελίσσονται, συμπληρώνονται, μεταλλάσσονται.

Εργάστηκα κάμποσα χρόνια σε διάφορα παρόμοια εργαστήρια, μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισα να φτιάξω ένα δικό μου. Και να που συνεχίζω δώδεκα χρόνια τώρα, με πάνω από 250 άτομα να έχουν μοιραστεί μαζί μου αυτό το ταξίδι στον έντεχνο και αφηγηματικό λόγο.

– Η δημιουργική γραφή μπορεί να δημιουργήσει συγγραφείς ή να πυροδοτήσει το ταλέντο που υπάρχει;

Η δημιουργική γραφή δεν μπορεί να δημιουργήσει συγγραφείς. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι όχι μόνο να πυροδοτήσει ένα υπαρκτό ταλέντο, μια κλίση, μια έφεση, αλλά και να το καλλιεργήσει – να του δώσει ρίζες και προοπτική.

– Αν μπορούσατε να δώσετε μια συμβουλή σε κάποιον που ξεκινά να γράφει, ποια θα ήταν;

Να διαβάζει πολύ. Αρχίζοντας από τους κλασικούς μας και φτάνοντας ως τις μεγάλες πένες, ελληνικές και ξένες, των ημερών μας. Δεύτερον, να γράφει πολύ. Ο δάσκαλός μου, ο Γιάννης Ρίτσος, μου έλεγε: «φρόντισε να μην περάσει ούτε μια μέρα στη ζωή σου χωρίς να γράψεις κάτι, έστω μια πρόταση, έστω έναν ξεκάρφωτο στίχο». Και τρίτον, να αναζητήσει έμπειρο σηματωρό, γιατί στα τυφλά θα χάσει πολύ χρόνο, με κίνδυνο να χάσει τελικά και τον δρόμο του.

Με τον δάσκαλό του Γιάννη Ρίτσο

– Γιατί σπουδάσατε δημοσιογραφία; Ισχύει στην περίπτωσή σας το κλισέ «η δημοσιογραφία σε πάει παντού, αρκεί να την εγκαταλείψεις εγκαίρως»;

Σπούδασα δημοσιογραφία, γιατί όλοι κάνουμε και βλακείες στη ζωή μας… Αστειεύομαι ασφαλώς. Η δημοσιογραφία είναι -μάλλον ήταν- ένα επάγγελμα ιδιαίτερου κοινωνικού εύρους και ευθύνης, με κύριο όπλο της τον λόγο. Εργάστηκα πολλά χρόνια στην ΕΡΤ, γράφοντας ταυτόχρονα και σε διάφορα έντυπα. Βέβαια, ο δημοσιογραφικός λόγος εξαντλείται στην επικαιρότητα και συγγενεύει λίγο ως πολύ με τον λόγο της προπαγάνδας, ενώ στη λογοτεχνία με την αισθητική και την ηθική. Εκτός αυτού, στη δημοσιογραφία αντανακλάς (έστω και παραμορφωτικά) τον κόσμο, ενώ στη λογοτεχνία δημιουργείς έναν άλλο κόσμο, για να ανακαλύψεις και να αποκαλύψεις πτυχές αληθείας του δικού μας κόσμου. Το επικίνδυνο με έναν συγγραφέα που δημοσιογραφεί, είναι το ότι φθείρει το μόνο όπλο του, που είναι η γλώσσα.

– Συγγραφέας, στιχουργός και σεναριογράφος. Αν έπρεπε να γράψετε ένα έργο που να συνδυάζει και τα τρία -μυθιστόρημα, στίχους και σενάριο- πώς θα το φανταζόσασταν;

Θα συγγένευε πολύ με την ταινία «Στάλκερ» του Αντρέι Ταρκόφσκι. Ίσως, πάλι, και να θύμιζε μιούζικαλ, σαν το “All that Jazz” («Η Παράσταση Αρχίζει») του Μπομπ Φόσι.

– Ποιο είναι το πιο δύσκολο είδος γραφής;

Μορφικά, θα έλεγα ότι είναι η κλασική, ρυθμική και ομοιοκατάληκτη ποίηση (και η ψυχοκόρη της η στιχουργική) γιατί, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, πρέπει να αναπτυχθεί και να κυλήσει μέσα στην αυστηρότητα του μέτρου και της ρίμας. Και αυτό απαιτεί και γνώσεις γλωσσικής «κοπτοραπτικής». Ευτυχώς, η ολοκλήρωση ενός τέτοιου ποιήματος δεν απαιτεί τον πολύ χρόνο, τον προγραμματισμό και την καθημερινή πειθαρχία που θέλει η συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Από αυτή την άποψη, θεωρώ ότι το μυθιστόρημα είναι το πιο δύσκολο είδος γραφής.

«Θεωρώ ξεχωριστή τιμή το γεγονός ότι ερμήνευσε στίχους μου ο Δημήτρης Μητροπάνος, με τη βαθιά αντρική φωνή του»

  – Στίχους σας έχουν τραγουδήσει ο αξέχαστος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, οι Πυξ λαξ, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Γιάννης Κότσιρας, η Καλλιόπη Βέττα, ο μεγάλος Δημήτρης Μητροπάνος και πολλοί άλλοι. Υπάρχει κάποια συνεργασία που σας συγκίνησε ιδιαίτερα ή σας άλλαξε τον τρόπο που γράφετε;

Θεωρώ ξεχωριστή τιμή το γεγονός ότι ερμήνευσε στίχους μου ο Δημήτρης Μητροπάνος, με τη βαθιά αντρική φωνή του, που, δεν ξέρω γιατί, μου θυμίζει εσπερινό, αρχές φθινοπώρου, στην Πόλη. Όπως και οι γεμάτες πυκνές σιωπές πολύωρες παρέες μας.

Βέβαια, όμορφες και συγκινητικές αναμνήσεις έχω από όλους τους ερμηνευτές, αλλά θα ξεχωρίσω τη φιλία μου με τον Μάνο Ξυδούς (Πυξ λαξ), με παρότρυνση -ως τα όρια της πίεσης- του οποίου έγραψα τα πρώτα μου στιχουργήματα. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στην πολύχρονη φιλική σχέση μου με τον συνθέτη Τάσο Ιωαννίδη, που έχει γράψει τη μουσική στα περισσότερα ασμάτιά μου.

Οι δημιουργικές επαφές έχουν μέσα τους τα πάντα. Και συγκίνηση, και κόντρα και πλάκα. Όμως δεν θα έλεγα ότι κάποια από αυτές άλλαξε τον τρόπο γραφής μου. Αν πρέπει να μιλήσω για επηρεασμούς μου, θα ανέφερα συναδέλφους από τον χώρο της ποίησης και της πεζογραφίας, Έλληνες και ξένους, ζώντες και τεθνεώτες.

«Δεν ξέρω γιατί, η φωνή του Μητροπάνου μού θυμίζει εσπερινό, αρχές φθινοπώρου, στην Πόλη»

– Έχετε γράψει ποτέ στίχους ειδικά για κάποιον τραγουδιστή, έχοντας στο μυαλό σας τη φωνή του;

Ναι, μου έχει τύχει μια-δυο φορές, όμως στο τέλος το ερμήνευσε άλλος… Συνήθως, η πορεία των τραγουδιών που έχω γράψει είναι: στίχοι – σύνθεση – ερμηνεία. Μια-δυο φορές, πάλι, έτυχε να γράψω στίχους πάνω σε ήδη υπάρχουσα μουσική, πράγμα αρκετά δύσκολο αλλά γοητευτικό, γιατί καλείσαι να προσαρμόσεις αυτό που λέμε «έμπνευσή» σου στα συγκινησιακά δεδομένα της συγκεκριμένης μουσικής.

«Αν κάτι φοβάμαι στους σημερινούς νέους, αυτό είναι η γλωσσική τους πενία, είναι η απουσία ιστορικής συνείδησης»

– «Έτσι είναι ο Έλληνας και δεν φοβάται / τρελοί αγγέλοι πάνω του, όταν κοιμάται / έτσι είναι ο Έλληνας κι αν τον μπερδέψεις / να ξέρεις δύσκολα πολύ θα ξεμπερδέψεις…». Έτσι είναι ο Έλληνας το 2002, όπως τραγούδησε τους στίχους σας ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ο Έλληνας το 2025, πόσο έχει αλλάξει;

Τα πάντα αλλάζουν. Το ίδιο και ο Έλληνας. Σε κάποια πράγματα προς θετική κατεύθυνση, σε άλλη προς αρνητική. Αν και πλέον μού είναι πολύ δύσκολο να κρίνω το θετικό και το αρνητικό, αυτά φαίνονται στο τελικό αποτέλεσμα. Ίσως ο νεαρός Έλληνας του σήμερα να είναι λίγο πιο απαίδευτος και γκρινιάρης, αλλά με λιγότερες ψευδαισθήσεις απ’ ό,τι μια γενιά πίσω.

Αν κάτι φοβάμαι στους σημερινούς νέους, αυτό είναι η γλωσσική τους πενία, η απουσία ιστορικής συνείδησης και το γεγονός ότι διαβάζουν ελάχιστα. Γινόμαστε όλο και περισσότερο Ευρωπαίοι, μια καλή και απαραίτητη πορεία, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται κουβαλώντας μαζί μας και τα «πολυτίμητα τζιβαερικά» που κληρονομήσαμε.

«Η Ελλάδα συχνά λοξοδρομεί και χάνεται στον δρόμο, αλλά στο τέλος βρίσκει την Ιθάκη της»

– Η «Ελενίτσα – Ελλάδα», που τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας, εξακολουθεί να πηγαίνει στα τυφλά;

Συχνά λοξοδρομεί και χάνεται στον δρόμο, καθυστερεί, χάνει τον μπούσουλα, αμφισβητεί ακόμα και τον ίδιον της τον εαυτό, γοητεύεται από το παιχνίδι της «τυφλόμυγας», αλλά στο τέλος βρίσκει την Ιθάκη της. Κάπως έτσι περιπλανήθηκε και ο ομηρικός Οδυσσέας. Τα κατάφερε όμως. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς, κοντά τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα. Ίσως, όμως, να έχει δίκιο ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ότι αυτό που εντέλει έχει νόημα είναι το ταξίδι και η Ιθάκη είναι απλώς μια αφορμή, μια πρόφαση.

– Αν θα έπρεπε να μιλήσετε για την Ελλάδα του σήμερα, με ποιο στίχο σας ή τίτλο βιβλίου σας θα την περιγράφατε;

Θα προτιμούσα να μην την περιγράψω, αλλά να της δώσω μια παιχνιδιάρικη και στην ουσία της τρυφερή συμβουλή – προτροπή, χρησιμοποιώντας έναν στίχο πάλι από την «Ελενίτσα». Στίχο, ο οποίος πρέπει να διαβαστεί συμβολικά μέσα στην πολυσημία του, μιας που οι μέρες, και ειδικά για το νησί της Κρήτης, είναι ζόρικες: «Ελενίτσα να κάνεις σωστά τα κουμάντα σου / να ‘χεις πάντα πιστόλι στην τσάντα σου».