Όταν το Λονδίνο μιλούσε λατινικά – Αρχαιολογική ανακάλυψη στην καρδιά του Σίτι
VIDEO AVAILABLE: CONTACT [email protected] Archaeologists from MOLA (Museum of London Archaeology) have uncovered an incredibly well-preserved mosaic that once decorated the floor of a Roman dining room near The Shard in London. Experts have determined this to be the largest area of Roman mosaic found in London for over 50 years. Excavations on the site have been taking place ahead of the construction of The Liberty of Southwark, a mixed-use scheme that is being jointly developed by regeneration specialist U+I (now owned by Landsec) and Transport for London (TfL). Once completed, the Liberty of Southwark will provide new homes, shops, retail and workspace. The recently uncovered mosaic includes two highly-decorated panels made up of small, coloured tiles set within a red tessellated floor. The largest panel shows large, colourful flowers surrounded by bands of intertwining strands – a motif known as a guilloche. There are also lotus flowers and several different geometric elements, including a pattern known as Solomon’s knot, made of two interlaced loops. Dr David Neal, former archaeologist with English Heritage and leading expert in Roman mosaic, has attributed this design to the ‘Acanthus group’ – a team of mosaicists working in London who developed their own unique local style. Henrietta Nowne, Senior Development Manager, U+I, said: “The Liberty of Southwark site has a rich history, but we never expected a find on this scale or significance. We are committed to celebrating the heritage of all of our regeneration sites, so it’s brilliant that we’ve been able to unearth a beautiful and culturally-important specimen in central London that will be now preserved so that it can be enjoyed by generations to come.” The smaller panel has a simpler design, with two Solomon’s knots, two stylized flowers and striking geometric motifs in red, white and black. This has an almost exact parallel has been found in Trier, Germany, and the same mosai

Δεν συμβαίνει μόνο στην Αθήνα να κάνει το παρελθόν αναπάντεχα την εμφάνισή του. Το ίδιο έγινε και στο Λονδίνο πρόσφατα με μια σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη στην καρδιά του σύγχρονου χρηματοοικονομικού κέντρου της βρετανικής πρωτεύουσας. Κατά τις εργασίες κατεδάφισης ενός παλιού κτιρίου γραφείων στην Gracechurch Street, μόλις δύο οικοδομικά τετράγωνα από την Τράπεζα της Αγγλίας, εντοπίστηκαν τμήματα τοιχοποιίας που ανήκαν σε ρωμαϊκή βασιλική (basilica) που χρονολογείται στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δημόσιους χώρους του αρχαίου Londinium.

Πρόκειται για ένα εξόχως αξιόλογο εύρημα που συμβάλλει στην κατανόηση της ρωμαϊκής ταυτότητας του Λονδίνου και φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο η πόλη εξελίχθηκε από τόσο παλιά σε διακεκριμένο κέντρο διοίκησης και εμπορίου.

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τον όρο «βασιλική» (basilica) για να περιγράψουν το δημόσιο κτίριο όπου διεξάγονταν δικαστικές υποθέσεις, λαμβάνονταν πολιτικές αποφάσεις και φιλοξενούνταν οι διοικητικές υπηρεσίες του κράτους. Σε μια πόλη όπως το ρωμαϊκό Λονδίνο, η βασιλική τοποθετούνταν πλάι στο φόρουμ (forum), έναν υπαίθριο χώρο με εμπορικά καταστήματα γύρω του, που λειτουργούσε ταυτόχρονα ως αγορά και σημείο συνάντησης.


Το Londinium της ρωμαϊκής εποχής υπήρξε ενεργό κέντρο ήδη από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., έχοντας ιδρυθεί περίπου το 50 μ.Χ., λίγα χρόνια μετά την εισβολή των Ρωμαίων στη Βρετανία. Mike Codd / Leicester Museums & Galleries

Εκεί, πολίτες αλλά και έμποροι συναντιόντουσαν για οικονομικές συναλλαγές, για να συζητήσουν ζητήματα της καθημερινότητας ή να επιλύσουν νομικές διαφορές. Είναι εντυπωσιακή η σκέψη ότι ακόμα και σήμερα η ίδια περιοχή, το Σίτι, γνωστό αλλιώς και ως «Square Mile», θεωρείται το χρηματοοικονομικό κέντρο όχι μόνο του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και της Ευρώπης.

Η ανακάλυψη των τμημάτων της πρώτης βασιλικής του ρωμαϊκού Λονδίνου αποκτά πρόσθετη βαρύτητα, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η πόλη έχει καταστραφεί, αναπλαστεί και αλλάξει χρήση αμέτρητες φορές από τον Μεσαίωνα έως σήμερα. Αξίζει να τονιστεί ότι τα οικοδομικά υλικά του παρελθόντος συχνά χρησιμοποιούνταν για την ανέγερση νεότερων κτιρίων, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη διατήρηση τόσο μεγάλων αρχιτεκτονικών καταλοίπων.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι αρχαιολόγοι βρήκαν τμήματα τοίχων αρκετών μέτρων σε μήκος και πάχος, κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο προερχόμενο από το Κεντ, τα οποία μαρτυρούν την κλίμακα και τη μνημειακότητα του οικοδομήματος.

Εκτιμάται πως η βασιλική διέθετε μήκος γύρω στα 40 μέτρα, πλάτος 20 μέτρα και ύψος περί τα 12 μέτρα – για τα δεδομένα της ρωμαϊκής Βρετανίας, ένα οικοδόμημα τέτοιας κλίμακας θα πρέπει να φάνταζε εντυπωσιακό, ασκώντας πιθανώς επιρροή και στους ντόπιους, αλλά και σε όσους κατέφθαναν στην πόλη από άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας.

Το Λονδίνο της ρωμαϊκής εποχής υπήρξε ενεργό κέντρο ήδη από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., έχοντας ιδρυθεί περίπου το 50 μ.Χ., λίγα χρόνια μετά την εισβολή των Ρωμαίων στη Βρετανία. Παρότι το Londinium είχε υποστεί καταστροφές σε εξεγέρσεις που ξέσπασαν λίγες δεκαετίες αργότερα, κατάφερε να ανοικοδομηθεί και να αναδειχθεί σε σημαντικό διοικητικό κέντρο με πληθυσμό που πιθανολογείται ότι έφτανε τους 40.000 κατοίκους.

Η ανακάλυψη στον αριθμό 85 της οδού Gracechurch Street προέκυψε όταν η ιδιοκτήτρια εταιρεία (Hertshten Properties) ξεκίνησε πρόγραμμα ανακατασκευής του κτιρίου, τηρώντας τη νομοθεσία της Βρετανίας που επιβάλλει τη συμμετοχή αρχαιολόγων σε ανασκαφές σε περιοχές γνωστές για τη σημαντική πολιτιστική τους κληρονομιά. Προηγούμενες έρευνες είχαν ήδη εντοπίσει ενδείξεις ότι εκεί βρισκόταν μέρος της αρχαίας ρωμαϊκής αγοράς, οπότε οι ειδικοί πραγματοποίησαν δοκιμαστικές εκσκαφές στο υπόγειο του παλαιού κτιρίου.

Μετά από δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες, εμφανίστηκε ένας τεράστιος τοίχος και προκειμένου να κατανοήσουν την έκτασή του, οι αρχαιολόγοι διεύρυναν το σκάμμα, αποκαλύπτοντας τελικά μεγάλο τμήμα της ρωμαϊκής βασιλικής.

Τα ευρήματα και ο ναός του Μίθρα

Επιπλέον, εντοπίστηκαν ποικίλα ευρήματα, όπως κεραμίδια στέγης, ένα από τα οποία διατηρεί σφραγίδα αξιωματούχου της εποχής και δακτυλικό αποτύπωμα του τεχνίτη που το δημιούργησε. Αυτά τα «ίχνη» συντεχνιακής δραστηριότητας και κρατικής εξουσίας ενισχύουν την εικόνα ότι πρόκειται για χώρο με εξαιρετική ιστορική βαρύτητα. Η επιθυμία της ιδιοκτήτριας εταιρείας να εντάξει τα ρωμαϊκά κατάλοιπα στη νέα κατασκευή, επιτρέποντας την πρόσβασή τους στο κοινό, ανταποκρίνεται σε μια σύγχρονη τάση: τη σύνδεση της «προόδου» με τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το παράδειγμα του ναού του Μίθρα που εκτίθεται σήμερα κάτω από τα γραφεία της εταιρείας Bloomberg αποτελεί πρότυπο τέτοιας πρακτικής, καθώς οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να θαυμάσουν τον αρχαίο ρωμαϊκό ναό χάρη σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο, εμπλουτισμένο με ψηφιακά και ηχητικά εφέ. Το Mithraeum βρίσκεται επίσης στη γεωγραφική περιφέρεια του αρχαίου Londinium, κοντά στη χαμένη σήμερα κοίτη του ποταμού Walbrook. Ο ναός ανακαλύφθηκε το 1954, κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης ενός βομβαρδισμένου οικοπέδου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και προκάλεσε τότε έντονο ενδιαφέρον του κοινού και των Αρχών. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις στη Μεγάλης Βρετανία λόγω της σπανιότητας και της μυστηριώδους φύσης της λατρείας του Μίθρα.

Η θρησκεία του Μίθρα εμφανίστηκε στη Ρώμη τον 1ο αιώνα μ.Χ. και εξαπλώθηκε σε όλη την Αυτοκρατορία, προσελκύοντας κυρίως στρατιώτες, εμπόρους και αξιωματούχους. Τελετουργίες λάμβαναν χώρα σε υπόγειες ή σκοτεινές αίθουσες, αναπαράγοντας συχνά το σπήλαιο όπου ο θεός εικονίζεται να θυσιάζει τον ιερό ταύρο. Η ανακάλυψη του αγάλματος του Μίθρα και άλλων λατρευτικών αντικειμένων δημιούργησε τεράστια αίσθηση στις δεκαετίες του 1950, με αποτέλεσμα να παραταθεί η αρχαιολογική έρευνα.

Το παράδειγμα του ναού του Μίθρα αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το πώς μπορεί να ενταχθεί ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα στο δομημένο περιβάλλον χωρίς να εμποδίζεται η σύγχρονη λειτουργία της πόλης. Παρόμοια αντίληψη εντοπίζεται και στο εγχείρημα των αρχαιολόγων και της κατασκευαστικής ομάδας στο 85 Gracechurch Street, όπου ήδη έχουν αλλάξει τα αρχικά σχέδια του νέου κτιρίου, έτσι ώστε να διατηρηθούν τα ρωμαϊκά κατάλοιπα. Προτείνεται, μάλιστα, η μείωση ορισμένων υποδομών (όπως ανελκυστήρες) και η τροποποίηση της αρχιτεκτονικής διάταξης για να προστατευτούν οι τοίχοι της βασιλικής και να είναι επισκέψιμοι από το ευρύ κοινό.

Εν πάση περιπτώσει, κάθε νέα τέτοια αρχαιολογική ανακάλυψη συμβάλλει στο να αντιληφθούμε το Λονδίνο όχι απλώς ως μια σύγχρονη μητρόπολη, αλλά και ως ένα αστικό κέντρο με μακραίωνη, αδιάλειπτη ιστορία. Η πρώτη ρωμαϊκή βασιλική, η οποία πιθανότατα κατασκευάστηκε για να εντυπωσιάσει τους κατοίκους και να θεμελιώσει την εξουσία της Αυτοκρατορίας, ήρθε στο φως αποδεικνύοντας ότι η διαδοχή των αιώνων δεν έσβησε εντελώς τα ίχνη του αρχαίου κόσμου. Αντίθετα, αυτά παραμένουν θαμμένα κάτω από τα θεμέλια των νεότερων κτιρίων, προσφέροντάς μας πολύτιμα στοιχεία για τη ζωή, την αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό μίας από τις πρώτες ρωμαϊκές μεγαλουπόλεις στη Βόρεια Ευρώπη.

ΠΗΓΗ: tovima.gr