Ο Διονύσης Σαββόπουλος, γεννηθείς στην Θεσσαλονίκη, καλλιέργησε ένα μουσικό χωράφι, στο οποίο η τέχνη άνθιζε για πάνω από έξι δεκαετίες – ένα πελώριο χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποθεώθηκε σαν θεός που ορίζει το πεντάγραμμο, αλλά και ήρθε σε ρήξη με ένα κομμάτι του κοινού του, το οποίο άλλοτε ένιωθε σπίθες κάθε φορά που τραγουδούσε τις επιτυχίες του.
Ο εκλιπών τραγουδοποιός, ο οποίος εμφανίστηκε σε νυχτερινά κέντρα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο, έκανε τακτικές εμφανίσεις σε «Rodeo» και «Πορτραίτο», δημιούργησε άσματα όπως «Συννεφούλα», «Ντιρλαντά», «Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα» και ανέλαβε τα ηνία της τηλεοπτικής εκπομπής «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» – μια ωδή στην καλλιτεχνική παραγωγή- είχε μια ακόμη ιστορία να διηγηθεί.
«Άσπα, κάνε λίγο υπομονή χαρά μου»
Απομακρυνόμενοι από το κεφάλαιο μουσική και, θέλοντας να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στη ζωή του Διονύση Σαββόπουλου πέρα από τον μύθο (για άλλους θρυλικός, για άλλους αμφιλεγόμενος) που τον περικλείει, βρεθήκαμε πάνω σε μια εξομολόγηση, η οποία ξεκινά με τις φυλακίσεις του κατά τη διάρκεια της Χούντας.
«Πήγαινε και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το ‘Select’, δεν φοβόταν. Σε κάνει ατρόμητο η αγάπη. Τις έδιναν κάτι μπάτσες από την ασφάλεια. Της έλεγαν ατάκες τύπου ‘Είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις με αυτούς’ »
Σε συνέντευξη του στην εκπομπή «Στούντιο 4» της ΕΡΤ νωρίτερα φέτος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, θέλησε να σταθεί στα ενδότερα της οικογενείας του και του κύκλου του: αφού μίλησε για τους γονείς του, τους οποίους χαρακτήρισε ως «άψογους» και αποκάλυψε ότι η συμβουλή του Ντίνου Χριστιανόπουλου – ο οποίος τον «σνόμπαρε» συχνά πυκνά και τον αποκαλούσε «τυχοδιωκτικό τύπο»- για όταν κατέβηκε στην πρωτεύουσα, ήταν «Πρόσεξε, η Αθήνα είναι γάτα και θα σε κατουρήσει», θέλησε να «προσκυνήσει» την γυναίκα της ζωής του, όπως την αποκάλεσε χαρακτηριστικά – την Άσπα (κατα κόσμον Ασπασία Αραπίδου).
«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου, 57 χρόνια με ανέχεται το κορίτσι. Είμαι ερωτευμένος με την Άσπα. Με ζηλεύει πάρα πολύ. ‘Ποια είναι αυτή; Γιατί κοιτάς προς τα εκεί;’ με ρωτάει. Είναι εξαιρετική η Άσπα, αφοσιώθηκε σε αυτόν τον γάμο χωρίς να χάσει την προσωπικότητά της», υποστήριξε, μιλώντας για την σύζυγο του, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά -τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό- και, για την οποία έγραψε το oμώνυμo τραγούδι του 1979:
«Σταθερά στη βροχή
Πριν το τρένο αποσπαστεί
Τα χρυσά σου χείλη ακουμπάς
Στα βρεγμένα μάγουλά μου
Άσπα, κάνε λίγο υπομονή χαρά μου»
«Την ημέρα του όχι, εμείς είπαμε ναι»
Η ιστορία του ζευγαριού, ξεκίνησε κάπως παράδοξα, όταν οι δυο τους ήταν ακόμη νέοι: τότε, που ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν στην φυλακή και η Άσπα, μια έφηβη που ακόμη πήγαινε σχολείο, φορούσε «μίνι φούστες» και τον επισκεπτόταν όταν ήταν έγκλειστος, μαζί με συγγενείς πολιτικών κρατουμένων.
«Πήρα την απόφαση να την παντρευτώ όταν ήμουν στην απομόνωση, στη φυλάκα! Όπως παίρνουμε αποφάσεις έτσι και εγώ πήρα δύο αποφάσεις σημαντικές. Το ένα να ασχοληθώ με τα τραγούδια και τη μουσική και το άλλο να παντρευτώ την Άσπα, επειδή την αγαπώ. Ήμασταν πολύ νέοι. Παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του 1967, 28η Οκτωβρίου. Την ημέρα του όχι, εμείς είπαμε ναι. Εγώ ήμουν 23 και η Άσπα 18».
»Η Άσπα ερχόταν στη φυλακή να με δει. Ακόμα και οι φίλοι μου εξαφανίστηκαν δικαιολογημένα γιατί σου λέει ‘Πιάνουν τώρα και τους τραγουδοποιούς’. Έφυγαν στο Λονδίνο αυτοί, στη Ρώμη. Η Άσπα ήταν μικρή, στην τρίτη λυκείου. Έφερε τον κόσμο άνω κάτω, έμαθε πού είμαι και ήρθε στην ουρά. Ήταν στην ουρά οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων και έφερναν φαγητό στους κρατούμενους. Οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων ήταν σαν χήρες και ορφανά από τον εμφύλιο. Η δικιά μου έλαμπε, είχε χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μοβ βαμμένα, φορούσε μίνι φούστα. Πήγαινε και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το ‘Select, δεν φοβόταν. Σε κάνει ατρόμητο η αγάπη. Τις έδιναν κάτι μπάτσες από την ασφάλεια. Της έλεγαν ατάκες τύπου ‘Είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις με αυτούς’ », θυμήθηκε.