«Μην πιεις νερό» – Ένα πορτρέτο του Ιάκωβου Καμπανέλλη

«Δεν γράφω επειδή μπορώ, αλλά επειδή θέλω. Αυτή ήταν η αγαπημένη φράση του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το «θέλω» είναι εσωτερική ανάγκη, διευκρινίζει, το «μπορώ» είναι εμπορευματοποίηση. Το γράψιμο για μένα πρέπει να είναι ανάγκη – υπαρξιακή, ψυχική και εξομολογητική».

«Έχουν συμβεί μερικά γεγονότα στη ζωή μου, όπου αυτό που ήταν δυστυχία έγινε τύχη χρυσή» συνήθιζε να λέει ο Καμπανέλλης.

« Είναι φοβερό πράγμα, η τύχη «διαβολεμένο» Όταν βγήκα από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, είχα μια αίσθηση ματαιότητας και έβλεπα τη ζωή με την ωριμότητα ενός γέρου. Αυτή η εμπειρία μου αφαίρεσε στη μελλοντική μου ζωή την τάση που έχει κάθε άνθρωπος να είναι κάποιες στιγμές κακός. Δεν παριστάνω τον άγιο, δεν λέω ότι το κατάφερα. Αλλά ο συναισθηματικός μου κόσμος, η διανόησή μου, η προσωπικότητά μου, συγκροτήθηκαν εκεί. Αν δεν είχα ζήσει αυτή την εμπειρία, δεν θα ήμουν αυτός που είμαι.

Είμαι ένας από τους επιζήσαντες κρατούμενους στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Προσθέτει ο Καμπανελλης . Ένας από εκείνους που τον Μάιο του 1945 κλαίγοντας και ελπίζοντας εφώναζαν ποτέ πια! Οι μεγάλοι πόλεμοι δεν αρχίζουν στα πεδία των μαχών. Αρχίζουν ανύποπτα στους χώρους της καθημερινής μας ζωής, ξεκινούν ακόμη και μέσα απ’ το ίδιο μας το σπίτι. Εκεί φωλιάζουν όλα. Γι’ αυτό μόνο με την πίστη σε μια καθημερινή ζωή, που να μας χωράει όλους, απροκατάληπτη και δίκαιη προς όλους μπορούμε έστω και καθυστερημένα να πετύχουμε αυτό που τόσο προσδοκούσαμε τον Μάιο του 1945: ένα πραγματικό ποτέ πια.»

Κάπου στα 1959 στο «Παραμύθι χωρίς όνομα», στη θεατρική απόδοση του ομώνυμου έργου της Πηνελόπης Δέλτα, ο Καμπανελης θα συστηθεί για πρώτη φορά ως στιχουργός με τη μουσική του Μ Χατζιδάκι

«Δεν είχα ποτέ σκεφτεί να γράψω στίχους για τραγούδια». Έχει πει ο Καμπανελης. «Όταν έγραφα το «Παραμύθι χωρίς όνομα» σκεπτόμουν να ζητήσω από τον Νίκο Γκάτσο να γράψει τα τραγούδια με τα οποία θα συνδέονταν οι πολλές εικόνες που είχε το έργο. Ο Γκάτσος, όμως, τελικά, παρ’ όλο που του άρεσε το «Παραμύθι», δυσκολευόταν να λειτουργήσει ένθετα σ’ ένα κείμενο που δεν ήταν δικό του. Ζήτησα το ίδιο απ’ τον Βαγγέλη Γκούφα, αλλά και πάλι πήρα την ίδια απάντηση. Έτσι υποχρεώθηκα να προσπαθήσω να γράψω τους στίχους των τραγουδιών ο ίδιος. Το πρόβλημά μου ήταν το χάρισμα ότι τους στίχους θα μελοποιούσε ο Μάνος. Όχι απλώς δεν θα ’πρεπε να του δοθούν μέτριας καταλληλόλητας στίχοι, αλλά θα ήταν και κρίμα απ’ το Θεό να σπαταληθεί η παρουσία του Χατζιδάκι, στον οποίο τόσο υπολόγιζε ο σκηνοθέτης Βασίλης Διαμαντόπουλος και όλοι οι συντελεστές της παράστασης. Έγραψα τους στίχους και συναντήθηκα με τον Μάνο. Νομίζω πως εκείνη την ώρα με «δούλεψε» λίγο. Με άφησε να αναρωτιέμαι μέχρι την τελευταία στιγμή αν του πάνε ή όχι και μετά με κοίταξε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια…»

Έργο κομβικό της στιχουργικής διαδρομής του Ιάκωβου Καμπανέλλη υπήρξε το Μεγάλο μας Τσίρκο.
Είναι συγκλονιστικό αυτό που έκανε ο Καμπανελλης σε αυτή την παράσταση, ομολογούσε με ενθουσιασμό η Τζένη Καρέζη.

Ο Καμπανελης σε αυτό το έργο, επεσήμανε, μίλησε για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες  τώρα. Όλα αυτά όμως  θα ’πρεπε να ειπωθούν ρωμαίικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν».

«Θα έλεγα πως ο Έλληνας δεν έχει εφοδιαστεί ή δεν έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα να μαθαίνει». Υποστήριξε ο Καμπανελλης στη τελευταία συνέντευξη του, στη διεθνή οργάνωση Σκυτάλη της Μνήμης «Και όχι προς Θεού για να το παρακάνει, αλλά για να αποκτά όσες γνώσεις χρειάζονται για μια πληρέστερη αυτογνωσία και αυτοπροστασία. Προσωπικά πιστεύω πως αν οι Έλληνες ήξεραν καλά τον τόπο τους. την ιστορία τους, τον πολιτισμό και τον χαρακτήρα τους, θα ήταν πολύ λιγότερο εκτεθειμένοι στις κάθε λογής ξενηλασίες

 

.