Ένα επετειακό ημερολόγιο με θέμα «1821-2021 200 χρόνια από την Επανάσταση. Οι Αβγιώτες αγωνιστές» υποδέχτηκε τη νέα χρονιά ο μορφωτικός εκπολιτιστικός σύλλογος Αβδού (ΜΕΣΑ). Η επιμέλεια κειμένων, έρευνα και το αρχείο φωτογραφιών είναι του ιστορικού, κ. Κώστα Φυσαράκη.
Όπως αναφέρουν τα μέλη του συλλόγου, το ημερολόγιο του νέου έτους 2021 αποτελεί αφιέρωμα του Μορφωτικού Εκπολιτιστικού Συλλόγου Αβδού (Μ.Ε.Σ.Α.) στην επέτειο των 200 ετών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, την εξέγερση του λαού μας ενάντια στην ωμή οθωμανική κατάκτηση.
Τιμούμε τους επώνυμους και ανώνυμους Έλληνες, που πολέμησαν με τη γραφίδα, το σταυρό και το τουφέκι, καθώς θυσιάστηκαν για την πατρίδα και την ελευθερία στα πεδία των μαχών. Αναφέρεται στους Αβγιώτες οπλαρχηγούς και μαχητές, για την ενεργή συμμετοχή τους στις απελευθερωτικές Επαναστάσεις της Κρήτης και στον Μακεδονικό Αγώνα (1821-1908).
Τονίζουν, ακόμα, πως είναι γενικά παραδεκτό ότι όλοι μας προσβλέπουμε σε ένα καλύτερο αύριο. Για να γίνει όμως αυτό, ξεκινώντας σήμερα, θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά το παρελθόν, τα γεγονότα και τα πρόσωπα που μας οδήγησαν στο παρόν.
Η ιστορική αυτή γνώση αποκαλύπτει την πορεία μας, ως έθνος και λαός, με τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας.
Η Κρήτη ακολούθησε μια ιδιαίτερη πορεία, που καταχωρείται στα ψιλά γράμματα της ελληνικής ιστορίας, λόγω ίσως και της καθυστερημένης ένωσής της με την υπόλοιπη Ελλάδα. Όλοι αυτοί οι αφανείς ήρωες, Κρητικοί επαναστάτες, που έδωσαν ακόμη και το αίμα τους προσπερνούνται σιωπηλά στα σχολικά μας ιστορικά συγγράμματα με αποτέλεσμα την παντελή άγνοια των Κρητών ηρώων οπλαρχηγών.
Γνωρίζουμε μόνο τους ήρωες του 1821 και συγκεκριμένα αυτούς που πολέμησαν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αγνοούμε τους Κρητικούς επώνυμους και ανώνυμους καπετάνιους και μαχητές του 1821 και των μετέπειτα κρητικών Επαναστάσεων, αν και γνωρίζουμε ότι ισάξια οφείλουμε στη μνήμη τους αιώνια «δόξα και τιμή».
Ειδικότερα η Λαγκάδα μας υπήρξε ανέκαθεν ο προμαχώνας του Λασιθιού και της Ανατολικής Κρήτης. Βρίσκεται ακριβώς μπροστά από τις εισόδους του Οροπεδίου Λασιθίου, του άλλοτε «μεγαλύτερου σιτοβολώνα» της Κρήτης. Τα πλούσια φυσικά οχυρά, σπήλαια, χαράδρες, φαράγγια και οι τεράστιοι απότομοι ορεινοί όγκοι την μετέτρεψαν σε μεγάλο «επαναστατικό στρατόπεδο Αβδού» την περίοδο της τουρκοκρατίας.
«Μικρά Σφακιά», αποκαλούσαν οι οθωμανοί αξιωματικοί την περιοχή και δεν είναι τυχαία η ονομασία του Αβδού και ως «Καπετανοχώρι», αφού, όπως λέγει και η παράδοση, «είχε σαράντα καπετάνιους και του Καγιαμπή το μουλάρι ένα, σαράντα ένα».
Ο Υποπρόξενος της Ελλάδας στο Ηράκλειο, Ιωάννης Μπαρουξάκης, γράφει σε μια έκθεσή του, απευθυνόμενος στον υπουργό των Εξωτερικών Χαρίλαο Τρικούπη: «…Άλλωστε, εάν η τύχη ηυνόησε τον Ομέρ Πασάν να διέλθη τα στενά του Μυλοποτάμου, υπάρχει πιθανότης ότι δύναται να καταστραφή ήδη εντελώς εις Αβδού ή εις άλλην θέσιν των ανατολικοτέρων επαρχιών…».
Αξιοσημείωτο επίσης είναι και το γεγονός ότι Οθωμανοί αξιωματούχοι απέφευγαν συστηματικά, ως μόνιμο τόπο διαμονής τους, την περιοχή της Λαγκάδας και ιδιαίτερα την Κερά, το Κράσι, το Μοχό, τις Γωνιές και το Αβδού ως επικίνδυνα γι’ αυτούς ορεινά επαναστατικά χωριά. Η δράση των χαΐνηδων, που εκδικούνταν κάθε είδους τουρκική αυθαιρεσία τρόμαζε και απέτρεπε, όχι μόνο τους φιλήσυχους, αλλά, και τους τολμηρούς αγάδες. Εύρισκαν άσυλο μόνο στα μεγάλα αστικά και επαρχιακά κέντρα, δίπλα στον τακτικό τουρκικό στρατό.
Οι πέντε-έξι τουρκικές οικογένειες, που διέμεναν στο Αβδού, πριν την Επανάσταση του 1866-69, εξαφανίστηκαν κατόπιν και δεν επανήλθαν για όλο το διάστημα μέχρι την αυτονόμηση της Κρήτης. Στις πολεμικές συγκρούσεις οι επαρχιώτες οθωμανοί «μαντρίζονταν στη Χώρα», ενώ οι χριστιανοί κάτοικοι των πόλεων κατέφευγαν στα ορεινά χωριά, δίπλα στους ντόπιους επαναστάτες οπλαρχηγούς.
Η παράθεση σε αυτό το επετειακό ημερολόγιο των ονομάτων και των μικρών βιογραφικών των Αβγιωτών οπλαρχηγών και των ελάχιστων φωτογραφιών, που ήταν δυνατό να βρεθούν, επιτεύχθηκε κατόπιν ερευνητικών προσπαθειών στα Δημόσια και Ιδιωτικά Αρχεία. Είναι αλήθεια ότι παραλείψεις και ιστορικά λάθη ίσως υπάρχουν στα βιογραφικά αυτά κείμενα. Ελπίζω όμως ο αναγνώστης να με συγχωρέσει, γνωρίζοντας ειλικρινά, ότι δεν έγιναν σκόπιμα αλλά από αδυναμία λεπτομερέστερης διείσδυσης και έρευνας στα σκοτάδια του χρόνου.
Ένα εγκάρδιο ευχαριστώ οφείλεται σε όλους αυτούς τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, που με βοήθησαν σ’ αυτήν την ψηλάφηση του χρόνου, με την ευγένια και κατανόηση που μου έδειξαν. Όπως επίσης, στις αβγιώτικες οικογένειες, που φύλαξαν τις εικόνες και διατήρησαν ζωντανή τη μνήμη των προγόνων τους, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία».