«Μαραμπού» – Ένα πορτρέτο του Νίκου Καββαδία
«Μαραμπού» – Ένα πορτρέτο του Νίκου Καββαδία

Όσοι γνώρισαν τον Νίκο Καββαδία τον περιγράφουν ως ένα λιγομίλητο και απλό άνθρωπο, ατημέλητο, χαριτωμένο, εγκάρδιο, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητό στους πάντες. Ο Παύλος Νιρβάνας ήταν ο πρώτος δάσκαλος του Καββαδία, καθώς όχι μόνο διάβαζε τα ποιήματα που έγραφε, αλλά του φερόταν και σαν ίσος προς ίσο, ενώ οι δυο τους συχνά έκαναν μακρινές βόλτες και συζητούσαν.

Ο Καββαδίας, κατηγορήθηκε πως αυτά που έγραφε για τα ναρκωτικά, την άσπρη σκόνη, το χασίς και για τα καταραμένα πάθη των ναυτικών δεν ανταποκρίνονταν παρά ελάχιστα στην πραγματική εικόνα της εποχής.

Χαρακτηριστική είναι η κριτική που του ασκεί ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο οποίος κατηγόρησε τον Καββαδία πως έγραψε τέτοιου κλίματος ποιήματα, ενώ συνέβαιναν συγκλονιστικά γεγονότα στον τόπο μας.

«Η ποίηση του Καββαδία» θα πει ο Στρατής Τσίρκας, «έδωσε ένα νέο ρίγος και μια νέα διάσταση ρωμαίικη αλλά δίχως στενόκαρδα σύνορα. Κι αυτό, οι νέοι του τόπου του, που πάνω τους ακούμπησε τις ελπίδες του, και που με την σειρά τους αγάπησαν με πάθος το έργο του, και τον άνθρωπο του έργου, θα έχουν πάντα μπρος στα μάτια τους, όπως τους φάρους που τραγούδησε : Δικαιοσύνη, έρωτα, ελευθερία».

Το πρώτο επαινετικό κείμενο που γράφεται για τον Νίκο Καββαδία είναι αυτό του Φώτου Πολίτη στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Πρωία στις 15/12/1933. Ο Φώτος Πολίτης παρουσιάζει τον ποιητή, ως αντιπρόσωπο ενός νέου κόσμου που αναφαίνεται ακριβώς τη στιγμή που τα παλιότερα ιδανικά των περασμένων γενεών βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της φθοράς των – «Σήμερα» γράφει ο Πολίτης, «θα ήθελα να δείξω μόνο την εικόνα ενός νέου, που παρουσιάζει πολλά από τα χαρακτηριστικά των καινούργιων νεανικών τάσεων.

Πρόκειται για έναν έφηβο σχεδόν, που δε θα είναι παραπάνω από δεκαεννιά-είκοσι χρονών. Δουλεύει σαν τρίτος καπετάνιος σε φορτηγά κι έχει γυρίσει στεριές και θάλασσες. Γράφει ποιήματα, στίχους κι εξέδωσε μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο “Μαραμπού”.

Τα ποιήματά του είναι αφηγηματικά. Και μοιάζουν έτσι με μικρά διηγήματα. Δεν ξεχειλίζει σ’ αυτά το αίσθημα κι ο πλαστικός λόγος. Προδίδουν απλώς γνώση και παρατήρηση, την υπερνίκηση κάθε ρομαντισμού, την τάση ν’ αρπαχτούν εικόνες ζωής ολοζώντανες. Ο νέος αυτός ποιητής έχει πραγματικήν ανθρωπιά μέσα του. Και ξέρει να μεταδίδει και σ’ εμάς τις συγκινήσεις του (…). Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού που θ’ ανανεώσει τις ηθικές ανθρώπινες αξίες».

Λίγο αργότερα στο τεύχος 160 του Περιοδικού Νέα Εστία ο Κλεων Παράσχος γράφει για την πρώτη συνάντηση του με τον Νίκο Καββαδία. «Είχα την ευτυχία», αναφέρει μεταξύ άλλων ο Κλέων Παράσχος, «να γνωρίσω τον κ. Καββαδία εδώ στην Αθήνα, λίγες μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου του. Είναι ένας κοντούλης μελαχρινός, με μικρά ζωηρά μάτια, καθόλου δειλός και ομιλητικότατος. Μου είπε πόσο αγαπά μερικούς από τους νεότερους ποιητές μας, τον Τέλλο Άγρα, τον Στασινόπουλο, και προ πάντων τον Ουράνη.

Μου απάγγειλε στίχους των με πάθος, με “μεράκι”, ακριβώς όπως απαγγέλλουμε και μεις, οι όχι πια νέοι, όταν είμαστε μισομεθυσμένοι, ή όταν βρεθούμε σ’ ένα πολύ δυνατό ερωτικό οίστρο. Τον ζήλευα. Ζήλευα τα νιάτα του. (Δεν είναι περισσότερο από είκοσι χρόνων). Τον ζήλευα που γνώρισε τόσο εξαίσιους τόπους που και μόνο τα ονόματά των -τα μυστηριώδη και μαγικά– μου φέρνουν εμένα δάκρυα νοσταλγίας. Τον ζήλευα γιατί η αποδημία, ο τρανότερός μας καϋμός, δεν είναι γι’ αυτόν ένα σαράκι που τον λιώνει, αλλά κάτι που το πραγματοποιεί κάθε στιγμή και απ’ όπου αντλεί τις πιο δυνατές μέθες».

«Κοίταξέ με καλά… είμαι σα σκαραβαίος. Ένας άσχημος, κουτός σκαραβαίος». Θα πει στην τελευταία του συνέντευξη στην Φλέρρυ Κούβελα-Τασιάκου.

«Δεν χαράζω πάνω στην άμμο, αλλά πάνω στο χαρτί τα ανώφελα παραλληλόγραμμά μου. Δεν είναι έρημος, είναι χαρτί, δεν είναι βήματα, είναι στίχοι. Τι σημασία έχει; Η μοναξιά είναι παντού η ίδια. Παντού τριγύρω μας το σκοτάδι των πυραμίδων, το αίνιγμα της Σφίγγας, η κακία του σκορπιού. Ιξίονες είμαστε όλοι… Ιξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο νομίζοντας ότι κρατούμε τ’ όνειρά μας… Μάταια… μάταια… όλα ήταν μάταια…»

Ο φόβος του Καββαδία να μην πεθάνει στην στεριά πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Στο προσωπικό του ημερολόγιο, βρέθηκαν τρεις στίχοι ενός δημοτικού τραγουδιού, που ήθελε να τους προτάξει στο Τραβέρσο:

«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη / και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια. / Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε»