«Μάλιστα Κύριε»: Ένα πορτρέτο του Γιώργου Ζαμπέτα

Ανάλαφρος και λυρικός, μετρ της μεταμόρφωσης και τη μετατροπής του αστείου σε τραγικό και του τραγικού σε αστείο, ο Γιώργος Ζαμπέτας κατάφερε να διατηρήσει στα τραγούδια του τον αυθορμητισμό και την αμεσότητα της λαϊκής φόρμας, με τις μελωδίες του να στηρίζονται πότε στον απόηχο της Αθηναϊκής καντάδας, και πότε στην ανατρεπτική δυτικότροπη τεχνική του, με τις μελωδικές και ευρηματικές εισαγωγές του, να κάνουν τα τραγούδια του, τόσο μα τόσο, αναγνωρίσιμα

Το μεράκι του τραγουδιού το είχα από τα παιδικά μου χρόνια, θα πει ο Ζαμπετας όταν οι συμμαθητές λέγανε ποιηματάκια στις διάφορες σχολικές γιορτές, εγω τραγουδούσα με το μπουζούκι, πήρα μάλιστα και βραβείο για αυτό σε ηλικία επτά ετών.

Το απόσταγμα της διαδρομής του στον χώρο του τραγουδιού, ο Ζαμπετας το έκλεισε σε μια και μονο φράση (πέντε κουταλιές μελί και σαράντα βαγόνια πίκρα). Έτσι περιέγραφε τα χρόνια του στο τραγούδι, με σταθερή την επισήμανσή πως «Τα τραγούδια πρέπει να γράφονται για τον λαό, παραμερίζοντας τι πίκρες μας»

Εγώ δεν έγινε γνωστός από τον δίσκο, υπογραμμίζει ο Ζαμπετάς, γνωστός έγινα από τον κινηματόγραφο. Με πήρε ο Μητσάκης το 1950, ήταν σε ένα έργο ο κήπος των ιπποτών. Είχε εκεί ένα τραγούδι και με πηρό και παίξαμε. Από εκει με είδαν όλοι πως είμαι φίνος για το σινεμά, και με προτιμούσανε , έπαιξε κατι μικρούς ρόλους όχι μεγάλους ,γιατί εμένα δεν εμπνέει να διαβάζω και να λεω, εγω θέλω να τα λεω χωρίς να τα διαβάζω.

«Ο βίος και η πολιτεία του Γ. Ζαμπετα», θα πει ο Σ. Ξαρχάκος «είναι ένα οδοιπορικό τόσο του δικού του βίου, όσο και του βίου των νεοελλήνων της τελευταίας εξηκονταετίας. Ένα οδοιπορικό που στην διαδρομή του απεικονίζει τον κόσμο της ψυχαγωγίας της νύχτας, με όλα τα λαμπερά και όλα τα σκοτεινά σημεία της. Ένα κόσμο που ο Ζαμπετας και οι αληθινοί ρεμπέτες του καιρού του, τον ήθελαν όμορφο, ανθρώπινο, και ονειρεμένο, μέσα από την αναζήτηση των μουσικών του παρελθόντος , για να μην εκχυδαΐζεται η μουσική του μέλλοντος»

Ο Ζαμπετας, αναδείχθηκε σε μεγάλο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, αν και δε γνώριζε να διαβάζει τις νότες στο πεντάγραμμο, ούτε να τις αποτυπώνει σε αυτό, και δεν χρησιμοποιούσε καθόλου παρτιτούρες

Υπάρχει ένα μάλιστα ένα χαριτωμένο στιγμιότυπο, οπου ο Ζαμπετας απευθυνόμενος στα μέλη μιας συμφωνικής ορχήστρας που έκαναν πρόβα με παρτιτούρες, θα πει την περίφημη φράση, «Να πιάσει ενας αέρας ρε μάγκες, να δω τι θα παίζετε μετα»

«Ως συνθέτης» επισημαίνει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, «ο Γ Ζαμπετας χωράει μεσα στην πρώτη δεκάδα του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού

Ως μπουζουκτσής υπήρξε ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου. Και ως σόουμαν ηταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική, θα πρωταγωνιστούσε πιθανότατα στην παγκόσμια σκηνή»

Στο βιογραφικό του Ζαμπέτα εκείνο που δεν γίνεται να προσπεράσεις είναι ότι ανέδειξε πολλούς τραγουδιστές όπως τον Κόκοτα, το Βοσκόπουλο, τη Μοσχολιού, τη Μαρινέλλα, και βέβαια τον Δημήτρη Μητροπάνο.

«Ο Ζαμπετάς» είναι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο χρωστάω χάρη, έλεγε ο Μητροπανος. «Ο Ζαμπετας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι , ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι , με όλους του υπόλοιπους συνεργάτες μου, κάτι πήρα και κάτι έδωσα. Ήμουνα μαζί του τρία χρόνια. Με αυτόν έκανα τα πρώτα μου τραγούδια. Είναι αυτός που με πίστεψε και με βοήθησε στην ολη στάση μου στο χώρο»