Όσοι γνώρισαν τον Γιάννη Θεοδωράκη τον περιγράφουν ως ένα λιγομίλητο και απλό άνθρωπο, εγκάρδιο, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητό στους πάντες. Έναν άνθρωπο, που έζησε τη μοναξιά, που ύμνησε την ανθρώπινη ελευθερία, κι όλα αυτά με έναν δικό του φανερό κώδικα.
Το ξεχωριστό λογοτεχνικό παράστημα του Γιαννη Θεοδωράκη συνοδεύτηκε από μια μελαγχολική οικειότητά για στιγμές πίκρες της ζωής του. Με το ασκημένο ένστικτο του, και τη καλλιεργημένη ευφυΐα του, κατάφερε να παρακάμψει τον επικό και τον δραματικό λόγο , και να ακολουθήσει μια έμφυτη λυτρωτική ροπή προς το καλό , μιαν αγάπη κι ένα αγκάλιασμα, προς όλα τα γύρω
«Το κύριο γνώρισμα του αδελφού μου, του αδερφού του Γιάννη, ήταν η μεγάλη του ευγένεια». Επισημάνει ο Μίκης Θεοδωράκης. «Το χαρακτηριστικό του αυτό, σε συνδυασμό με την αθωότητα και την καλοσύνη του, τον έκανε ευάλωτο και αδύναμο να αντιμετωπίσει τη σκληρότητα της κοινωνίας, βασικός νόμος της οποίας είναι το “ο θάνατός σου η ζωή μου”.
Στους στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη, ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται κυρίως σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, σε σχέση με τα αισθήματά του και με τον εσωτερικό του κόσμο. Και θα μαι πάντα μόνος, γράφει, σε μια νύχτα απόλυτη γαλήνη, μιλά για δρόμους που χάθηκε για πάντα, για βουνά μενεξεδένια και για την κατάμαυρη μοναξιά, και για την αμέτρητη ερημιά πίσω από το τζάμι το θολό, στίχοι που εκφράζουν νέα στοιχεία και μαζί αφήνουν τα ίχνη τους στην ευαισθησία μιας εποχής.
Τα ποιήματα και ο στιχουργικός λόγος του Γ. Θεοδωράκη έχουν ευδιάκριτες ρίζες, και δυνατά βιώματα, που επιβάλλονται στον αναγνώστη η στον ακροατή με την ανθρώπινη της γνησιότητα. Το λογοτεχνικό παράστημα του, η ένταση των λέξεων του συνθέτουν το πορτρέτο ενός φανερού ανθρώπου.
Την ποίησή την ανακάλυψε ως έφηβος στον κήπο του σπιτιού τους στον Γαλατά, με φόντο τα πορφυρό χρώμα του δειλινού, στοιχείο που τον καθόρισε.
Και είναι αυτός ο κήπος, που ο Μίκης βρήκε τους στίχους του αδερφού του Γιάννη σκορπισμένους εδώ κι εκει, «τους πετούσε», έλεγε ο Μικης «για να δείξει στον εαυτό του πως έγινε άντρας σκληρός, υπεράνω της ποίησης»
«Ο Γιάννης» σημειώνει ο Μίκης Θεοδωράκης, «ήταν πάντα στο πλευρό μου να με βοηθά με την αστραφτερή του σκέψη και να με ενδυναμώνει με τη μεγάλη του πίστη στις δοκιμασίες, τις αμφιβολίες και τα ερωτήματα που έβαζε η ζωή μπροστά μας.
Εκτός από τις άλλες αρετές του, ήταν ένας γνήσιος ποιητής. Είναι κρίμα που δημιουργήσαμε μαζί τόσο λίγα όμορφα τραγούδια. Πόσο όμως χαίρομαι όταν διαπιστώνω ότι κυρίως χάρη στην ποίησή του, μέσα σε εκατοντάδες τραγούδια μου, η “Όμορφη Πόλη” αναδείχθηκε σε ναυαρχίδα του έργου μου. Και αυτό είναι το γεγονός που απαλύνει τον μεγάλο μου πόνο για το πρόωρο τέλος του, γιατί μουσική και ποίηση αγκαλιά αποδεικνύουν πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη μας και η αδελφική μας σχέση.
Γράφοντας τον κύκλο τραγουδιών «Λιποτάκτες» μέσα σε δύσκολους καιρούς , θεωρούσε ότι «λιποταχτούσε» από την πραγματική σκληρότητα της ζωής,. Ως χαρακτήρας προσθέτει, ο Γιάννης δεν ήταν αδύνατος. Αντίθετα ήταν πολύ δυνατός, έτοιμος να θυσιαστεί για ό,τι πίστευε και εκτιμούσε. Όμως, η μεγάλη αγάπη που έκλεινε μέσα του τον υποχρέωνε να αναδιπλώνεται στον εαυτό του γιατί του ήταν αδύνατο να αντέξει το ψέμα και την ασχήμια απ’ όπου κι αν προερχόταν.»