Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε που η λύρα του σίγησε για πάντα. Κι όμως, ο ήχος της ακόμα αντηχεί από τον Ψηλορείτη ως τη Μεσαρά και απ’ τα Πλατάνια του Αμαρίου ως το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Ο Λεωνίδας Κλάδος, ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς εκφραστές της παλιάς σχολής των Κρητικών λυράρηδων, θα τιμηθεί τη Δευτέρα με ένα μνημείο στο χωριό όπου γεννήθηκε – ως φόρος τιμής σε μια ζωή αφιερωμένη στη μουσική, την παράδοση και τον άνθρωπο.
Γεννημένος στις 17 Ιανουαρίου του 1925 στα Πλατάνια, δεύτερος από οκτώ αδέλφια, ο Λεωνίδας μεγάλωσε σε μια οικογένεια αγροτών και κτηνοτρόφων. Σε εποχές φτώχειας και κατοχής, βρήκε καταφύγιο και έμπνευση στο φυσικό τοπίο του Ψηλορείτη, όπου, σύμφωνα με μαρτυρίες, έζησε σε μια σπηλιά για εβδομάδες. Εκεί άγγιξε πρώτη φορά τη λύρα και μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, «ήχησαν οι πρώτοι σκοποί».
Αυτοδίδακτος, με επιρροές από λυράρηδες της εποχής όπως ο Κουρούπης και ο Καπαρός, ανέπτυξε το δικό του ύφος – ένα στυλ γεμάτο ευαισθησία, μελωδικότητα και δεξιοτεχνία. Η γλυκύτητα του ήχου του και οι ταχύτατες μελωδικές εναλλαγές του τον καθιέρωσαν στην κρητική μουσική σκηνή ήδη από τη δεκαετία του ’50.
Το 1957 ηχογράφησε το θρυλικό πλέον «Όταν κοιμάται ο δυστυχής» — ένα κομμάτι που έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς για τη δισκογραφία του και να αποσπάσει χρυσή διάκριση. Ακολούθησαν πάνω από 30 μεγάλοι δίσκοι, δεκάδες κασέτες και ζωντανές εμφανίσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Το 1951 εγκαταστάθηκε στις Μοίρες, όπου δημιούργησε οικογένεια, εργάστηκε ως ζαχαροπλάστης, ίδρυσε τη δική του παγωτοβιομηχανία τη Λύρα και αναδείχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα της τοπικής κοινωνίας, υπηρετώντας και ως αντιδήμαρχος.
Ο Λεωνίδας Κλάδος δεν ήταν μόνο λυράρης. Ήταν δάσκαλος ζωής και τέχνης, άνθρωπος του λαού, αλλά και γέφυρα που ένωσε το παρελθόν με το μέλλον της κρητικής μουσικής. Η παρουσία του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ως επίτιμος λυράρης ήταν η αποκορύφωση μιας πορείας που συνδύασε την παράδοση με την καινοτομία.
Στις 12 Νοεμβρίου 2010, ο Λεωνίδας Κλάδος «έφυγε» πλήρης ημερών. Τώρα η φιγούρα του επιστρέφει στα Πλατάνια, με τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του να συγκινούν το κοινό και να υπενθυμίζουν το χρέος της μνήμης. Γιατί οι μεγάλοι δεν σιωπούν – απλώς αλλάζουν τρόπο με τον οποίο τραγουδούν.