
Ο στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου, είναι στίχος με δυνατά βιώματα, οικείος, αυτοβιογραφικός, και επιβάλλεται στον ακροατή με την ανθρώπινη του γνησιότητα. Η συνεχής επιστροφή στην παιδικότητα, οι αναφορές στη μνήμη, η αγωνία του για την ανθρώπινη μοίρα, είναι τα σύμβολα του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Ο Παπαδόπουλος είναι ξεκάθαρος με τις αγάπες του. Πλατεία Κυριακού, λαϊκές γειτονίες του κέντρου, οι παλιοί του συμμαθητές, η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, κι όλα δεμένα με την παιδική του ηλικία.
Αγαπά τη Μεγάλη Εβδομάδα, και νιώθει ενα τρικύμισμα μέσα του, όπως λέει, με τον ερχομό της. Κάτι καλπάζει μέσα μου. Όπως όταν τελειώνει ένα τραγούδι και είναι όλα στη θέση τους. Λέξεις, πνεύματα, αποσιωπητικά, και λες μια λέξη μόνο – ωραία. Έτσι ωραία αισθάνεται.
«Από τα δεκαεφτά μου» , γράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Ένας γλεντζές πίνει γάλα», «άρχισα να σκαλίζω μερικούς στίχους με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα μελοποιηθούν. Τους έστειλα στον Χρήστο Χαιροπουλο, που μου άρεσαν ιδιαίτερα τα τραγούδια του γιατί είχαν μια ποιητική διάθεση. Ο Χαιρόπουλος τοτε πολύ γνωστός όχι μόνο συνθέτης, αλλά και δημοσιογράφος, έγραφε ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες, σε περιοδικό ποικίλης ύλης μεγάλης κυκλοφορίας. Ο Χαιροπουλος πήρε τους στίχους μου, τους διάβασε, τους βρήκε αδιάφορους προφανώς, και μου απάντησε στη στήλη αλληλογραφίας του περιοδικού Έτσι: Ενταύθα, καλοί οι στίχοι σας. Δοκιμάστε και πάλι. Εύχομαι επιτυχία»
« Θεωρώ ότι -σ’ αυτή τη μεγάλη επανάσταση που έγινε από το ’60 και πέρα, με τόσους μεγάλους ποιητές, τόσο μεγάλα τραγούδια- ο Παπαδόπουλος, σαν τη μέλισσα, μπόρεσε να παίρνει τον ανθό από δω κι από εκεί». Επισημάνει ο Μικης Θεοδωράκης. «Και τελικά ο ίδιος κατέληξε να κάνει ένα ενιαίο έργο, όπου αυτή τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι είναι ο Πατριάρχης των Ελλήνων ποιητών που γράφουν τραγούδια».
«Μη νομίζετε», συνηθίζει να λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος «Μπορεί να έχω γράψει εκατοντάδες τραγούδια, αλλά στην ουσία έχω γράψει ένα μόνο τραγούδι. Αυτό για τη γειτονιά μου. Για την πλατεία Κυριακού όπου έμενα, για τους φίλους μου, για τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, για τους έρωτες και τις αγωνίες των ανθρώπων της.
Για τα χρόνια εκείνα γράφω, για τους παλιούς συμμαθητές μου, που δεν είναι μόνο πρόσωπα, Είναι και δρόμοι και πάρκα και αλάνες και πετροπόλεμοι. Είναι και τα πάνινα τόπια που φτιάχναμε από τις κουρελιασμένες κάλτσες μας. Είναι και το «χλωρικό και θειάφι», που το βάζαμε κάτω από ένα σπασμένο πλακάκι, στις ράγες του τραμ, κι «ανατινάζαμε» την Αθήνα, κάθε Ανάσταση. Οι παλιοί μας συμμαθητές είναι και τα κλειστά συρτάρια μας. Τα συρτάρια των παιδικών μας χρόνων .Τ΄ανοίγω καμιά φορά, σιγά σιγά, με προσοχή, με τρυφερότητα, μην τυχόν και φτερουγίσει και πετάξει από μέσα και χαθεί εκείνο το χρυσό χελιδόνι της νιότης μου»
Η στιχουργική πορεία του Παπαδόπουλου, γράφει ο Μανος Ελευθερίου, άρχισε ακριβώς την ωρα που έπρεπε, σε μια στιγμή που το λάδι των παλαιών είχε μάλλον στερέψει. Τι έφερε ο Παπαδόπουλος στο ελληνικό τραγούδι; Έφερε μια ατελείωτη τρυφερότητα, και την κράτησε ευτυχώς ως το τέλος.
Δεν ήταν κυνηγός της ομοιοκαταληξίας…τα ευρήματα του όμως είναι απροσδόκητα.
Ο Λευτέρης , έλεγε ο Μανος Λοιζος είναι μεγάλος παραμυθάς, κι ο πιο μεγάλος μάστορας του λόγου. Εραστής του μόχθου και ποιητής ατόφιος. Μείγμα από μπαρούτι και μέλι είναι ο Λευτέρης… Μείγμα από μπαρούτι και μέλι ,
Το τραγούδι μας αφορά, επισημαίνει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, υπάρχει στη ζωη μας από τη στιγμή που ερχόμαστε στο κόσμο , ως στη στιγμή που τον αποχαιρετούμε. Περισσότερο από τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα, . Έλεγε ο μεγάλος Τούρκος ποιητής Ναζιμ Χιχμετ, και νομιζω πως δεν έπεφτε εξω. Και θα εξομολογηθώ και τούτο. Κάθε που φορά που συλλογίζομαι τη μάνα μου, τη πιο μεγάλη αγάπη της ζωής μου, βλέπω τα χείλη της, ακούω τη φωνή της, την ώρα που τραγουδαει . Ποτέ σε ώρες θυμού η στεναχώριας .