ΚΩΣΤΗΣ ΔΑΒΑΡΑΣ: “Έφυγε” ένας από τους κορυφαίουςτης μινωικής αρχαιολογίας

Ο Κωστής Δαβάρας, ο αρχαιολόγος που συνέβαλε  με τη δράση του στη διάσωση μνημείων και αρχαιολογικών περιοχών στην Κρήτη, “έφυγε” σε ηλικία 88 ετών. 

Ο Κωνσταντίνος Δαβάρας ήταν ομότιμος καθηγητής Μινωικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε έφορος Αρχαιοτήτων Ανατολικής Κρήτης. 

Έλαβε μέρος και επέβλεψε πάρα πολλές ανασκαφές και διδακτορικά. Δημοσίευσε περισσότερες από 47 μελέτες στα Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά.  

Εκτός από τα εξειδικευμένα συγγράμματα και τα βιβλία Ιστορίας είχε ακόμα γράψει οδηγούς για τους ακόλουθους αρχαιολογικούς χώρους: «Το Ανάκτορο της Ζάκρου», «Σούνιον: Αρχαιολογικός Οδηγός», «Μουσείο Αγίου Νικολάου», «Ανατολική Κρήτη», «Κνωσός και Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου», «Μάλια» και «Φαιστός – Αγία Τριάδα – Γόρτυνα». 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 70 με το αρχαιολογικό του έργο στο Λασίθι ανακάλυψε σπουδαίες αρχαιολογικές θέσεις και κήρυξε αρχαιολογικούς χώρους.   

Το όνομα του συνδέθηκε με τα  Γουρνιά, τα οποία δεν ανέσκαψε  αλλά συνέβαλε  καθοριστικά στο έργο της ανάδειξης και στερέωσής τους, σώζοντας τα από την αφάνεια. 

Γερμανός “αρχαιόφιλος’’ 

Στον εκλιπόντα αναφέρεται σε ανάρτησή του στο Facebook ο αρχαιολόγος Γιώργος Τζωράκης σημειώνοντας: 

“Έφυγε σήμερα για την αιωνιότητα ο Κωστής Δαβάρας, ένας από τους κορυφαίους της Μινωικής Αρχαιολογίας. Ο τελευταίος, ίσως, μιας ολόκληρης γενιάς ηρωικών αρχαιολόγων που έδωσαν τα πάντα στην επιστήμη και την εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος. 

Άνθρωπος δοσμένος στο καθήκον, με τρόπο αμετακίνητο. 

Λίγοι θυμούνται σήμερα, πως ως νέος Επιμελητής Αρχαιοτήτων στο Ηράκλειο, υποδύθηκε επί μήνες τον Γερμανό «αρχαιόφιλο», και διαπραγματευόταν την αγορά αρχαίων, προκειμένου να καταφέρουν, με τον Έφορο Ν. Πλάτωνα, να συλλάβουν επ’ αυτοφώρω και να καταδικάσουν τον διαβόητο Κεφαλάκη, ο οποίος ανέσκαπτε ληστρικά την Νότια Κρήτη. 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έφορος στην Ανατολική Κρήτη (Νομός Λασιθίου), όπου ανακάλυψε σπουδαίες νέες θέσεις, ίδρυσε και οργάνωσε τα εκεί μουσεία και κήρυξε αρχαιολογικούς χώρους.  Δεκάδες χώρους… Τόσους χώρους, που έφτασε να αποτελεί κόκκινο πανί για τα τοπικά συμφέροντα, όσα ονειρεύονται, σταθερά, ανάπτυξη με τους δικούς τους όρους. 

Ευτύχησα να τον προλάβω, οριακά, στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου δίδαξε, μετά από μια πολυετή και γόνιμη θητεία στο Υπουργείο Πολιτισμού και στην Κρήτη. Μύστης πραγματικός της μινωικής αρχαιολογίας, αν κατάφερνες να τον προσεγγίσεις, στο χάος των αθηναϊκών αμφιθεάτρων.  

Ένα σεμιναριακό μάθημα και μια εργασιούλα για τα μινωικά ιερά κορυφής, ή «ακρωρείας», όπως επέμενε να τα μετονομάσει, αποτέλεσε ιδανικό εισιτήριο προσέγγισης. 

– «Νύχτα πήγαινα στα χωριά», μου ‘λεγε, «από τον φόβο των αντιδράσεων των ντόπιων. Ο Δαβάρας, έλεγαν με πάθος, ανεβαίνει σε μιαν κορφή και όσα βλέπει από κάτω τα κάνει αρχαιολογική ζώνη…». 

Σήμερα όλοι, -απόγονοι των ανθρώπων αυτών και επισκέπτες- απολαμβάνουν τα αποτελέσματα της τότε «υστέρησης».   

Έτσι σώθηκε -και σώζεται προσώρας- ο νομός Λασιθίου και τόσοι άλλοι τόποι στην Κρήτη… 

Άνθρωπος φύσει ευγενής, και σεμνός, προσηλωμένος, μόνο στο επιστημονικό έργο του, μέχρι την τελευταία ώρα.  Για τούτο και άγνωστος δυστυχώς στους πολλούς, αν και τόσο σπουδαίο το πέρασμά του από τον τόπο μας. Τον τόπο μας, τον οποίο σημειωτέον, αν και ξένος, τίμησε μέχρι σήμερα ως μόνιμη κατοικία του. 

Σπουδαίος άνθρωπος, σπουδαίος επιστήμονας και δάσκαλος, απ’ αυτούς τους λίγους που θυμάσαι με νοσταλγία και ευγνωμοσύνη… 

Καλό ταξίδι στην αιωνιότητα δάσκαλε…” 

‘’Πάνω απ’ όλα στη ζωή του ήταν Έφορος Αρχαιοτήτων’’ 

Η     Δρ. Μεταξία Τσιποπούλου, Διευθύντρια των ερευνών στον Πετρά Σητείας είχε γράψει μεταξύ άλλων για τον εκλιπόντα: 

«’Σε περισσότερες από μια ευκαιρίες -τονίζεται στο radiolasithi.gr -μου είπε ο ίδιος ότι θα ήθελε η επιτύμβια στήλη του να γράφει τις εξής επτά λέξεις:   

“Κωστής Δαβάρας. Έφορος Αρχαιοτήτων. Έσωσε τα Γουρνιά”.   

Ο Δαβάρας υπήρξε πάνω απ’ όλα στη ζωή του Έφορος Αρχαιοτήτων,  και είναι δίκαια πολύ υπερήφανος γι’ αυτό. Συνήθιζε να μας αναλύει τότε την ετυμολογία της λέξης ‘Εφορος, και βαθύτατα πόνεσε, όταν, στη δεκαετία του 1980, καταργήθηκε ο τίτλος, και οι υπόλοιποι ήταν πια «Προϊστάμενοι» και αργότερα «Διευθυντές», όπως όλοι οι διοικητικοί υπάλληλοι του δημοσίου.   

Έτσι, όπως και ο ίδιος ανέφερε και ανέλυσε σε μια συνέντευξή του πέρσι στην «Αμάλθεια», έμελλε να είναι ο «τελευταίος Έφορος της Ανατολικής Κρήτης».   

Εμείς οι νεώτεροι, ακόμα και όσοι πιστέψαμε σοβαρά στις αξιοκρατικές διαδικασίες προαγωγών, δεν αξιωθήκαμε ποτέ να γίνουμε ‘Εφοροι. Γίναμε βέβαια Διευθυντές, και το πληρώσαμε πολύ ακριβά, όταν, προς το τέλος του 2011, σε μια Ελλάδα πολλαπλών κρίσεων, όχι μόνον οικονομικών, αλλά πρωτίστως κρίσεων αξιών και αρχών, απολυθήκαμε πρόωρα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, εξομοιούμενοι με απλούς διοικητικούς υπαλλήλους,  ενώ άλλοι συνάδελφοί μας, στα Πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα κατοχυρώθηκαν από το νόμο ως ‘ερευνητές’, και συνεχίζουν να εργάζονται.   

Ο Δαβάρας υπήρξε σε όλη του τη σταδιοδρομία ασυμβίβαστος στις αρχές του, αγωνίσθηκε σκληρά γι’ αυτές και πλήρωσε αυτή την προσήλωσή του.  

Μας δίδαξε, στην Εφορεία, με το παράδειγμά του, ένα μοναχικό, αλλά ουσιαστικό, και ιδιαίτερα αξιοπρεπή τρόπο ζωής και αντιμετώπισης των προβλημάτων, που προέρχονταν από τη σύγκρουση των κοντόφθαλμων μικροσυμφερόντων, απέναντι στα μεγάλα που ταχθήκαμε από τη θέση μας να στηρίξουμε».