Κωνσταντίνος Καβάφης: Ο Αλεξανδρινός παγκόσμιος ποιητής

Ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδη, ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 17 Απριλίου 1863, αλλά η οικογένεια του καταγόταν από την Πόλη. Σε ηλικία επτά χρονών, χάνει τον πατέρα του και, λίγο αργότερα η Χαρίκλεια Καβάφη φεύγει με τα παιδιά της για το Λίβερπουλ. Ύστερα από επτά χρόνια παραμονή στην Αγγλία, ξαναγυρίζουν στην Αλεξάνδρεια κι ο ποιητής φοιτά στο Εμποροπρακτικό Λύκειο Ερμής. Μα δεν πρόκειται η εγκατάσταση τους να είναι και πάλι οριστική. Το 1882 η Αίγυπτος βρίσκεται σε πολεμικό συναγερμό. Η μητέρα του ξαναπαίρνει τα παιδιά της και πηγαίνει την Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενείται από τον πατέρα της, κι εκεί ο Καβάφης συμπληρώνει τις σπουδές του. Στο μεταξύ η Αλεξάνδρεια βομβαρδίζεται από τα Βρετανικά θωρηκτά, ανάβουν πυρκαγιές σε όλη την πόλη, και καταστρέφονται πολλά κτήρια στις κεντρικές συνοικίες. Πιάνει φωτιά και το διαμέρισμα των Καβάφηδων χωρίς να καεί ολότελα. Όταν η οικογένεια επιστρέφει πάλι πίσω, ο ποιητής παίρνει την ελληνική υπηκοότητα, εγκαταλείποντας την Αγγλική που είχε αποκτήσει ο πατέρας του γύρω στα 1850, γεγονός που θα τον εμποδίσει αργότερα να γίνει μόνιμος υπάλληλος στην υπηρεσία των αρδεύσεων του υπουργείου Δημοσίων έργων. Στην υπηρεσία αυτή θα εργαστεί 30 χρόνια , αρχίζοντας το 1892 για να παραιτηθεί το 1922 με το βαθμό του υποτμηματάρχη

Ο Καβάφης πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα, από την εφημερίδα Κωνσταντινούπολης της Πόλης, τον Ιανουάριο του 1886 κι από τότε συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Έσπερος», «Αττικόν μουσείον», «Παναθήναια», «Φοίνικας» του Καΐρου, «Νέα Ζωή» «Βωμός», «Μούσα», και Εικογραφημένον Αιγυπτιακόν Ημερολόγιον. Συνήθιζε να τυπώνει τα ποιήματα του ανά ένα ή δύο σε φυλλάδια, έπειτα περισσότερα μαζί σε τεύχη και τέλος σε συλλογές από φύλα λυτά, συνδεμένα ή κολλημένα και να τα κυκλοφορεί εκτός εμπορίου. Όσο ζούσε τύπωσε σε φυλλάδια τα ποιήματα «Κτίσται». «Τείχη», «Δεησις», «Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος» και ο «Θάνατος του Αυτοκράτορος Τακίτου», τα δύο τελευταία κάτω από τον γενικό τίτλο «Αρχαίαι ημεραι» έκδοση 1898, και «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» 1904.

Το άρθρο που έκανε γνωστό και επέβαλε τον Καβάφη στον χώρο της Νεοελληνικής ποίησης, παρά την αντίδραση του κυρίαρχου λογοτεχνικού Δημοτικισμού που εκπροσωπούσαν ο Ψυχάρης και ο Παλαμάς, ήταν αυτό του Γρηγορίου Ξενόπουλου που δημοσιεύτηκε στα «Παναθήναια» στις 30 Νοεμβρίου 1903. «Πάει πολύς καιρός, δέκα ίσως και δώδεκα χρόνια, αφότου διάβασα εις κάποιον Ημερολόγιον, το πρώτον του ποίημα.

Γράφει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στα Παναθηναια. Επιγράφετο Ταραντίνοι. Το ποίημα δεν ήτο βέβαια έξοχον. Αλλά πρέπει να είχεν κάτι το ξεχωριστόν και το ασυνήθιστον, διότι το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και ολωσδιόλου άγνωστον –Κωνσταντίνος Καβάφης, μου εκαρφώθη από τότε. .. Και από τότε αγαπούσα να διαβάζω, ότι απαντούσα με αυτό το όνομα… Σιγά- σιγά η προσοχή μου μετεβλήθη εις εκτίμησιν. Κι έξαφνα, μιαν ημέραν, παρετήρησα μ΄έκπληξιν, με φόβο, ότι η εκτήμησις είχε φτάσει τα επικίνδυνα όρια του θαυμασμού. Διότι δεν είναι ολωσδιόλου ακίνδυνο πράγμα, πιστεύσατέ με, επισημαίνει ο Ξενόπουλος, να θαυμάζετε έναν ποιητή που ονομάζεται Καβάφης, και είναι Αλεξανδρινός, και δεν έγραψε ως τώρα παρά δώδεκα, το πολύ δεκαπέντε ποιήματα, κι αυτά χωρίς ποτέ να τυπωθούν σε Γιαπωνέζικο χαρτί, και που ποτέ δεν εγράφει άρθρον δι΄αυτόν εις εφημερίδα, και που ποτέ δεν εφάνη το όνομα του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από ολίγους στίχους του.»

Από τους πρώτους μελετητές του Καβαφικού έργου ο Γ.Βρισιμιτζάκης σημειώνει το έτος 1914 ότι «Η σκέψη για τον Καβάφη είναι η μεγάλη ανάγκη της ζωής του. Με αυτήν ζει, αυτή τον εμπνέει στην τέχνη του, αυτή είναι το καταφύγιο του. Επειδή όμως ο Καβάφης είναι εξίσου ποιητής όσο και φιλόσοφος, έχει δραματοποιήσει τη σκέψη του. Την έντυσε με αρχαϊκά φορέματα. Την περιέφερε από ρωμαϊκά παλάτια σε νεότερα καφενεία, από κλεισμένα δωμάτια στις ακτές της θάλασσας. Την άφησε να απλωθεί στους δρόμους στις λαϊκές ταβέρνες. Την επλησίασε όσο μπόρεσε με την κίνηση της ζωής. Της έδωσε τις διάφορες νότες, της απελπισίας, του πόνου, της μελαγχολίας, ενώ άλλοτε πάλιν την κράτησεν όσο μπόρεσε πιο ήρεμη και ανέφελη».

Ο Καβάφης είναι νομίζω ο “δυσκολότερος” ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα όταν τον διαβάζουμε με το συναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου. Έχει επισημάνει ο Γιώργος Σεφέρης.
Στα εβδομήντα χρόνια της ζωής του, προσθέτει, δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να μεταμοσχεύει σταλαγματιά – σταλαγματιά τον εαυτό του, στα εκατόν πενήντα τέσσερα ποιήματά του.

Στις 29 Απριλίου 1974 η εφημερίδα Ταχυδρόμος της Αλεξανδρείας σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της γράφει «Ωσαν σήμερα πέθανεν ο Καβάφης. Ο Αλεξανδρινός ποιητής που έγινε φυσιογνωμία παγκοσμίου ακτινοβολίας». Η εφημερίδα φιλοξενεί κείμενο του επιστήθιου φίλου του ποιητή Γιάγκου Πιερίδη, έτσι όπως αυτός σκιαγράφησε τον Καβάφη στο λογοτεχνικό μνημόσυνο , το 1943, για τα 10 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Αλεξανδρινού.

«Για πολύν καιρό», γράφει ο Γ. Πιεριδης, «οι Αλεξανδρινοί θα θυμούνται τον άνθρωπο με το ελαφρά κυρτωμένο σώμα, που περνούσε αργά τους κεντρικούς δρόμους με τα χέρια στις τσέπες, χαζεύοντας στις βιτρίνες στα καφενεία στα καζίνα. Για πολύ καιρό, θα θυμούνται τον λεπτοκαμωμένο γέρο με την αυστηρή μορφή και το ερευνητικό βλέμμα, έτοιμο να διεισδύσει στον άνθρωπο που είχε κατι να του πεί, γιατί σχεδόν ποτέ δεν έχανε την ώρα του, με κείνους που δεν του έλεγαν τίποτα. Μερικοί από τους θαμώνες των καφενείων ήξεραν ότι ο απλωντυμένος σχεδόν φτωχοντυμένος λεγόταν Καβάφης και ότι έγραφε ποιήματα που τύπωναν οι εφημερίδες. Οι άλλοι όμως οι πολλοί γνώριζαν τον τύπο δίχως τ΄ όνομα, δίχως το επάγγελμα κι ακόμη Αιγύπτιοι αυτοί, δίχως την εθνικότητα. Ιταλός; Άγγλος; Έλληνας; Ισραηλίτης;. Αδιάφορο. Δεν είχε γι΄αυτούς σημασία. Σημασία είχε ο παράξενος άνθρωπος που με ένα βλέμμα, με μια χειρονομία του, που με μια στάση του στη μέση του πεζοδρομίου, τους ανάγκαζε να τον προσέξουν»