Η ενασχόληση του Κώστα Καρυωτάκη με τη λογοτεχνία, ξεκίνησε ερασιτεχνικά σε ηλικία 16 ετών, γύρω στο 1912, όταν άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε λαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ παράλληλα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε με την σκιτσογραφια.
«Τον γνώρισα προσωπικά» γράφει ο Τέλλος Αγρας σε κείμενο του για τον Καρυωτάκη το 1935 στο περιοδικό Νεα Γράμματα. «Τον εγνώρισα» προσθέτει, «σε ένα λαμπρό και, υπηρεσιακώς σχεδόν ανεξάρτητο , παράρτημα του Υπουργείου της Πρόνοιας στη οδο Κοραή, μέσα σε ένα ευρύχωρο και αξιοπρεπέστατο γραφείο με χαλιά, με καλοριφέρ, με καινούργια έπιπλα, κι εκείνος μόλις ειχε γυρίσει από τη χειμωνιάτικη Ευρώπη, άψογα ντυμένος, πρόθυμος και περιποιητικός, ομιλητικός και συνετός. Ήταν μάλλον κοντόσωμος, του έλειπε κάποιος αέρας, κάποια άνεση. Τα μάτια του έπαιζαν ανήσυχα και ασταμάτητα. Σχεδόν τίποτα πάνω του δεν έδειχνε κάτι το ιδιόρρυθμο η το αποκαλυπτικό.
Ο Καρυωτάκης γελούσε συχνά, η μάλλον χαμογελούσε συχνά, μα- παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο, ηταν το μόνο που φανέρωνε ολη του την πικρία. Χαμογελούσε, μπορεί να πει κανείς, μόνο με το μισό πρόσωπο. Τ άλλο μισό, έμενε όπως και πριν. Κ έτσι, η φυσιογνωμία του γινόταν θαρρείς ακανόνιστη, διχασμένη. Και κατέβαζεν αμέσως τα μάτια κάτω, σα να έκανε αμαρτία»
Ο Καρυωτάκης άνοιξε ένα καινούργιο δρόμο στην ποίηση της εποχής του, παρακάμπτοντας τη μεγαλοστομία, το στόμφο, την ηρωομανία και τη γλυκερή ωραιοπάθεια. Με τον Καρυωτάκη, επισημαίνει η Λιλη Ζωγράφου, ξεκινάει η πρώτη υποψία ότι η ποίηση είναι ένα όπλο, το ίδιο ισχυρό και επικίνδυνο οσο και η κοινωνική επανάσταση. Που μπορεί, υπογραμμίζει η Λιλη Ζωγράφου, να γκρεμίσει αξίες, πλάνες, ψευδαισθήσεις και απάτες. Ακριβώς όπως τους συντηρούσε ως τότε η ποιητική μεγαλοστομία και η ρομαντική αβρότητα, αφήνοντας ελεύθερους τους πατριδοκάπηλους, και τους εκμεταλλευτές .
«Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο» Γράφει ο Κ Καρυωτάκης σε κείμενο του το 1928 «Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου. Η παραμικροτερη υπόθεση, γίνεται τωρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σε ολη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματα της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματα μου»
« Ο Καρυωτάκης» σημειώνει ο Γιάννης Τσαρούχης, στο τεύχος 79-80 του περιοδικού Η Λεξη, «δεν δεχόταν καμία δόξα, καμία επιτυχία, ζητώντας το ανέφικτο και το σπάνιο. Περιφρονούσε την θεατρινίστικη επιτυχία των ανθρώπων, που την ειχαν βολέψει θαυμάσια στη ζωή και ηταν κάποιοι. Ήταν τόσο βαθύς, που μόνο ο θάνατος του ταίριαζε. Αυτός σοβαρεύει όλους τους ανθρώπους και τους κάνει αξιοσέβαστους»
Στις 20 Ιουλίου του 1928 ο Καρυωτάκης αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί.. Την επόμενη μέρα αφου επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας, λίγες ωρες αργότερα αυτοκτόνησε με περίστροφο, κάτω από έναν ευκάλυπτο, έχοντας πανω του ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε :
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ.
Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία.
Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.»
