Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, εμφανίζεται με την μεγάλη κρίση της εθνικής μας ζωής, ύστερα από τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κι ύστερα από την καταστροφή του ασιατικού ελληνισμού. Το βαθύ ποιητικό του ένστικτο, η πλατιά θεωρητική κατάρτιση, η καλλιτεχνική του συνείδηση, τον οδήγησαν πολύ νωρίς στους νέους προσανατολισμούς και στην προσπάθεια της αλλαγής του ποιητικού λόγου. Στο βάθος της ποίησης του Σεφέρη, που μιλά με απελπισμένα λόγια, υπάρχει ένας πονεμένος πατριώτης, που όλες οι έγνοιες και οι ανησυχίες του, αφορούν στην ελληνική μοίρα.
Η πρώτη κριτική που γράφεται για τον Σεφέρη, είναι αυτή του Αρίστου Καμπάνη, δημοσιογράφου και λογοτέχνη της εποχής, κριτική που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εργασία στις 30 Μαΐου του 1931. Είναι το πρώτο κριτικό σημείωμα μετά την κυκλοφορίας της Στροφής, της πρώτης δηλαδή ποιητικής συλλογής του Σεφερη. Γράφει ο Καμπάνης : «Ο άγνωστος μου ποιητής Γιώργος Σεφέρης, δε μοιάζει με τους εδώ ποιητές. Αποζητάει τον καθαρό λυρισμό, τη μουσική πρωτολάλητη ποίηση. Είναι συχνά αινιγματικός, Αν δεν είναι ένας τρελός, που απηχεί σε στίχους τους σκοτεινούς Γάλλους συμβολιστάς, αν δεν είναι ένας πολύ ηλικιωμένος, θα είναι ο ποιητής της αυριον. Ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια, πρώτη φορά ακούω στίχους που να μην είναι βοτανοπτηλογική περιγραφή και ρητορεία, κανονική συνάρτησις αισθηματικών και ιδεολογικών κοινοτοπιών».
«Προσπαθώ να σωθώ με την αγάπη» , θα πει ο Γιώργος Σεφέρης στον δεύτερο τόμο του προσωπικού ημερολογίου του με τίτλο Μέρες. «Χειροπιαστή όπως τη νιώθω. Αναφαίρετη, δική μου βαριά. Υπομονετική σαν τη σπονδυλική στήλη του Υμηττού
Τώρα που κοιτάζω πίσω, βρισκω ένα μυστικό. Δεν υπάρχουν μικρά πράγματα στη ζωή. Αν κοιτάξεις με πολλή δύναμη μια φλόγα, μπορεί να σου μάθει περισσότερα παρα αν διαβάσεις πολλά βιβλία για την εξέλιξη της ανθρωπότητας »
«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη» σημειώνει ο Σεφέρης στο ποίημα του «Ένας γέροντας στην Ακροποταμιά»
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά – σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα πρόσωπό τηςκι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά»
Στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nόμπελ (το Δεκέμβριο του 1963), ο Σεφέρης συνοψίζει τις πεποιθήσεις του, αφενός για την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (και ευρύτερα της ελληνικής ηθικής συνείδησης) από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή και αφετέρου για την αναγκαιότητα και τη λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο.
«Ανήκω σε μια χώρα μικρή». Επισημαίνει ο Σεφέρης « Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.
Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης»
Ο Σεφέρης έφυγε από την ζωή, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Δυο ημέρες μετά το θάνατο του ο Ανδρέας Καραντώνης αποχαιρετά τον φίλο του ποιητή, σε κείμενο του στο περιοδικό Νέα Εστία Τεύχος 1087. «Αμφιβάλουμε», υπογραμμίζει ο Καραντώνης, «αν άλλος ποιητής σήμερα στον κόσμο, μας έδωσε μια τόσο πυκνά δραματική εικόνα του κακού, που περιτυλίγει την ανθρωπότητα σαν αράχνη. Του κακού που δεν μπορεί κανείς να το εξιχνιάσει, γιατί δεν υπάρχουν πια μάρτυρες αλλά μόνο τυφλοί, του κακού που αναπάντεχα μπορεί να πλήξει οποιονδήποτε, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, ή άτομο είναι ή λαός. Μόνο η ελληνική ποιητική σοφία, μπόρεσε και το είπε με το στόμα του ποιητή που μας έφυγε. Όταν το δειλινό της περασμένης Τετάρτης, έβλεπα το φέρετρο του ποιητή να διαβαίνει την πύλη του κοιμητηριού, μέσα στη συγκίνηση μου άνθισε άξαφνα ο στίχος του «Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους, που μας άφησαν ορφανούς».