Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου

Την αντίθεσή τους στη μετατροπή του  σε ΝΠΔΔ, ανάμεσα στα  πέντε μεγάλα  ιδρύματα της χώρας, εκφράζουν 56 εργαζόμενοι  (αρχαιολόγοι, συντηρητές, αρχαιοφύλακες, εργατοτεχνίτες, διοικητικοί) του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, με επιστολή τους στον πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη.

Είχαν προηγηθεί οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

‘’Ως εργαζόμενοι” -επισημαίνουν-σε ένα από τα μεγαλύτερα Μουσεία της χώρας, θεωρούμε ηθική υποχρέωση και ευθύνη να καταθέσουμε τις σκέψεις μας για τη δρομολογούμενη μετατροπή των μεγάλων Δημόσιων Μουσείων σε ΝΠΔΔ, μία ιστορική εξέλιξη με συνέπειες που θα αποτυπωθούν στην ταυτότητα των Μουσείων σε επιστημονικό, οικονομικό και διοικητικό επίπεδο.

Εκφράζουμε καταρχήν την έντονη διαμαρτυρία μας για την παντελή έλλειψη ενημέρωσής μας για τις εξελίξεις και τον αποκλεισμό μας από την όποια διαδικασία διαβούλευσης για τη σύνταξη του σχετικού νομοσχεδίου, ως θα αναμέναμε στο πλαίσιο δημοκρατικού διαλόγου αλλά και ουσιαστικής ανταλλαγής απόψεων ανάμεσα στους καθ’ ύλην αρμόδιους φορείς για θέματα πολιτιστικής διαχείρισης των μνημείων σύμφωνα με το Σύνταγμα.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου ταυτίστηκε με την προστασία, προβολή και ανάδειξη του πλούσιου πολιτιστικού αποθέματος της Κρήτης.

Σε καιρούς δύσκολους, εμβληματικές μορφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ενεργώντας ως εντολοδόχοι του Ελληνικού Δημοσίου, διέσωσαν τους πολύτιμους θησαυρούς του και διαφύλαξαν τις μοναδικές Συλλογές του για τις επόμενες γενιές και για την παγκόσμια κοινότητα.

Πρόσφατα, μέσα από ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανακαίνισης των κτηριακών εγκαταστάσεων και επανέκθεσης των Συλλογών που υλοποιήθηκε με οικονομικούς πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ΑΜΗ εκσυγχρονίστηκε και ανανεωμένο άνοιξε ξανά τις πύλες του για το κοινό το Μάιο του 2014. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πολύτιμη εμπειρία που κατακτήθηκε κατά τη διάρκεια του μακρόπνοου και απαιτητικού έργου της Επανέκθεσης, μετουσιώθηκε σε στοχευμένες εξωστρεφείς δράσεις που μορφοποίησαν τη νέα ταυτότητα του Μουσείου, σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις”.

Οι εργαζόμενοι αναφέρονται   στις δράσεις και τα προγράμματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, που προσφέρονται όλες δωρεάν στο κοινό και στη βράβευσή του με ειδική τιμητική διάκριση από τον πολιτισμικό οργανισμό European Museum Forum το 2017.

Ακόμα κάνουν αναφορά στην  ενεργό  συμμετοχή του Μουσείου  σε εκθέσεις του ΥΠΠΟΑ στο εξωτερικό, στη φιλοξενία στο ΑΜΗ ανταποδοτικών εκθέσεων με αρχαία έργα από την Ιαπωνία και την Κίνα το 2021 και το 2022 αντιστοίχως.

“Η διοργάνωση από το ΑΜΗ περιοδικής έκθεσης μεγάλης κλίμακας με έργα από τις μόνιμες Συλλογές και τις αποθήκες του Μουσείου στο Palace Museum του Πεκίνου το 2022, η συμμετοχή στη διοργάνωση περιοδικής έκθεσης στο Ashmolean Museum της Οξφόρδης στα τέλη του 2022 και το 2023 και η ανάπτυξη επαφών με πολιτισμικούς φορείς του εξωτερικού εγγράφουν το ΑΜΗ στον κατάλογο αξιόπιστων πολιτιστικών εταίρων σε διεθνές επίπεδο και προάγουν τις πολιτιστικές ανταλλαγές”.

Τα εκθέτουν όλα αυτά για να αναρωτηθούν   “πού δεν μπορέσαμε να ανταποκριθούμε εξαιτίας των περιορισμών του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, για να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα της μετατροπής μας σε ΝΠΔΔ”. Παράλληλα σημειώνουν ότι δέχονται αρνητικές κριτικές επισκεπτών για τη μη λειτουργία κυλικείου, ένα θέμα που άπτεται των αρμοδιοτήτων του ΤΑΠ, το οποίο είναι ΝΠΔΔ, το μοντέλο-πανάκεια που προβάλλουν η κυβέρνηση και το Υπουργείο Πολιτισμού.

“Αξίζει άραγε η μετατροπή μας σε ΝΠΔΔ για τη θεραπεία των συγκεκριμένων προβλημάτων αντί της εξεύρεσης λύσεων εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου;” παρατηρούν και συμπληρώνουν: “Πώς διαπιστώθηκε λοιπόν, ότι δεν εκπληρώνουμε το σκοπό μας ή ότι ο σκοπός μας θα εκπληρωθεί καλύτερα με τη μετατροπή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου σε ΝΠΔΔ;

Ποια είναι η μελέτη που έχει προηγηθεί; Έχουν ληφθεί υπόψη ποσοτικά στοιχεία και ποιοτικά χαρακτηριστικά καθώς και οι ιδιαιτερότητες κάθε Μουσείου; Τι μέλλει γενέσθαι με τα έσοδα όλων των μεγάλων Μουσείων της χώρας και από πού θα χρηματοδοτούνται τα μικρότερα αλλά σημαντικά έργα του Υπουργείου Πολιτισμού σε όλη τη χώρα, εάν χάσουν την οικονομική ενίσχυση από τα έσοδα που προέρχονται από τα Δημόσια Μουσεία;”.