«Υπηρεσιακές μνήμες» είναι ο τίτλος του βιβλίου του επίτιμου σχολικού συμβούλου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, κ. Βασίλη Ελ. Αγιοργιωτάκη. Ξεκινάει από την Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, ακολουθούν τα Δημοτικά σχολεία Σφεντυλίου, Κοκκίνη Χάνι, Τουρλωτής, το Μασάρλειο Διδασκαλείο, τα Ελληνικά Δημοτικά Σχολεία του Βελγίου, τα 29ο και 4ο Δημοτικά Σχολεία Ηρακλείου.
Στη συνέχεια, τη σκυτάλη παίρνει ο θεσμός του σχολικού συμβούλου ενώ περιλαμβάνονται πολλά ακόμα ενδιαφέροντα κεφάλαια. Στο προλογικό του σημείωμα, ο ομότιμος καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Γεώργιος Ε. Κρασανάκης, αναφέρει, μεταξύ άλλων: “Ομολογώ ότι δεν διάβασα απλά το πολυσέλιδο αυτό κείμενο, αλλά ότι το μελέτησα και ότι έκαμα τις δικές μου συμβουλευτικές παρεμβάσεις.
Πριν απ’ όλα, υπογραμμίζω την ειλικρίνεια του συγγραφέα, ώστε να μας αποκαλύψει πολλές πλευρές της ατομικής και της υπηρεσιακής του ζωής, αυτοβιογραφούμενος, κατά κάποιο τρόπο. Αυτή η μορφή της ειλικρινούς έκφρασης είναι ένα από τ σταθερά γνωρίσματα ητς προσωπικότητάς του. Αποφεύγοντας πολλά ατομικά και οικογενειακά χαρακτηριστικά της ζωής του, ο συγγραφέας εμμένει περισσότερο στα υπηρεσιακά, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος τον οποίο έδωσε στην εργασία του αυτή.
Μελετώντας τις περιγραφές του υπηρεσιακού βίου του, τον βλέπομε ως μαχόμενο εκπαιδευτικό της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από τα νεανικά ακόμη χρόνια του. Είναι ο μεθοδικός και ευσυνείδητος δάσκαλος μικρών και μεγάλων. Διδάσκει, γιατί αγαπά, αγαπά γι’ αυτό διδάσκει, σε ολιγοθέσια και σε πολυθέσια δημοτικά σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Οι σπουδές του, στο εσωτερικό και το εξωτερικό τον καταξιώνουν ως άριστο σχολικό σύμβουλο της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Το δύσκολο αυτό έργο εκπληρώνει με πάθος, προσπερνώντας με θάρρος πολλές εγγενείς δυσκολίες, σε μεταβατικές περιόδους, κύριο γνώρισμα των οποίων ήταν η άγονη και επιβλαβής για την ίδια την εκπαίδευση κριτική.
Με τη βοήθεια πολλών συνεργατών του, δασκάλων και μαθητών, υπερβαίνει πολλά εμπόδια και φέρνει σε αίσιο πέρας ένα αξιόλογο ερευνητικό ψυχοπαιδαγωγικό έργο. Στο πρόσωπό του οι συνεργάτες του δεν βλέπουν έναν αυστηρό αξιολογητή του έργου τους, αλλά έναν επιστημονικό συνεργάτη τους. Βεβαίως, τα παράπονα δεν έλειψαν, αλλά η αγάπη και η συγχώρηση τα υπερκέρασαν, τα εξαφάνισαν.
Εργαζόμενος με ζήλο, παράγει έργο άκρως επιστημονικό και μάλιστα ψυχοπαιδαγωγικό. Δημοσιεύει τα πορίσματα των ερευνών που εκπονεί με τη συνεργασία δασκάλων και μαθητών. Η αγαστή αυτή συνεργασία είχε πάντα χρήσιμα αποτελέσματα.
Αγαπητέ αναγνώστη, αν επέμεινα περισσότερο στο ερευνητικό έργο του συγγραφέα, το έπραξα συνειδητά, γιατί αυτό, χωρίς αμφιβολία, συνέβαλε στη μεταμόρφωση πολλών υφιστάμενων μέχρι τότε ψυχοπαιδαγωγικών δομών, αντιλήψεων και θεωριών. Το έργο αυτό ως πανεπιστημιακός δάσκαλος επαινώ και αξιολογώ θετικά, ευχόμενος να το μιμηθούν και άλλοι νεότεροι εκπαιδευτικοί. Αυτό, άλλωστε, είναι και η επιθυμία του συγγραφέα». Ο συγγραφέας του βιβλίου αναφέρει: «Τον Δεκέμβριο 1963 διορίσθηκα ως δάσκαλος. Από τότε άρχισε η άμεση επικοινωνία μου με τα παιδιά, η ευθύνη για την αγωγή και εκπαίδευσή τους, καθώς και η αναζήτηση λύσεων για την επιτυχία στο έργο μου.
Στις υπηρεσιακές μου μνήμες κατέχει ιδιαίτερη θέση το κάθε σχολείο, στο οποίο υπηρέτησα. Σε αυτά θα αναφθερώ με συντομία στις επόμενες σελίδες.
Ως σχολικός σύμβουλος, προσπάθησα, πάντα με τη συνεργασία όλων των φορέων της εκπαίδευσης, ο νέος αυτός θεσμός να αφομοιωθεί και το έργο του να είναι ικανοποιητικό σε αποτελέσματα.
Το έργο αυτό, που προσωπικά επιτέλεσα με τη συνεργασία ιδιαίτερα των συναδέλφων δασκάλων, το οποίο αναφέρεται σε δεκάδες φακέλους και εκατοντάδες πίνακες, έντυπα και ερωτηματολόγια, θα ήταν σφάλμα, σκέφτηκα, έστω και αργά, να καταλήξει αργότερα σε κάποιους κάδους ανακύκλωσης, χωρίς να “μιλήσει”, πέραν από τις εισηγήσεις και τις αναφορές μου στο Υπουργείο Παιδείας.
Σε συναντήσεις ενημέρωσης και επιμόρφωσης των δασκάλων, συζητούσαμε τα αποτελέσματα κάθε παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης, μέρος των οποίων με σεμνότητα παρουσιάζω σήμερα και από τη θέση αυτή, με τη σκέψη ότι, παρά τις αδυναμίες τους, ίσως φανούν χρήσιμα για όμοιους προβληματισμούς και για τη δημιουργία κινήτρων για περισσότερες αναζητήσεις κι ερευνητικές προσπάθειες στο χώρο της εκπαίδευσης».