Ένας απαρηγόρητος παρηγορητής – Ένα πορτρέτο του Γιάννη Ρίτσου

Με αδιάκοπη πιστή στον άνθρωπο, με λόγο λιτό και μαζί φορτισμένο συνδυάζοντας το προσωπικό βίωμα με το συλλογικό πάθος και την ιστορική μνήμη, ο Γιάννη Ρίτσος, αποτύπωσε με τη γραφή του το ήθος των καθημερινών πράγματων, και ως άνθρωπος ταυτόσημος της ποίησης του, μίλησε εκτενώς για τη σχέση του έργου του με τα ιστορικά γεγονότα που ο ίδιος έζησε.

Ο Ρίτσος, γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909. Η οικογένειά του, μεγαλοκτηματίες που δέσποζαν στην περιοχή, καταστράφηκε οικονομικά λίγα χρόνια αργότερα, και, το χειρότερο, βυθίστηκε στο πένθος. Το 1921 πεθαίνει φυματικός ο μεγάλος γιος, δόκιμος αξιωματικός του Ναυτικού, καθώς και η μητέρα, το λατρεμένο πρόσωπο του ποιητή, από την ίδια αρρώστια. Το «νεκρό σπίτι» έμελλε να σφραγίσει τη ζωή και το έργο του…

«Μεθαύριο», γράφει η Χρύσα Προκοπάκη, μελετητήρια του έργου του ποιητή, στην εφημερίδα Τα Νέα στις 25-10-1999, «αν κάποιος θα ‘θελε να διαβάσει την ιστορία της εκατονταετίας, θα την εύρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: Στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό· στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία· στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατασπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το “υπαινικτικά” λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς.

Ποιος είναι λοιπόν ο Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ’ όλα τα αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής που «απωθεί» και «θεώνεται»; Ή μήπως ο φύσει υπαρξιακός που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό διάλογό του με το χρόνο και το θάνατο; Ο «διχασμένος και διπλός», μας λέει ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης.»

Ο Ρίτσος έβλεπε την ποίηση ως μια πράξη ευθύνης, με κέντρο τον άνθρωπο που ζει μέσα στην ιστορία, συχνά συνθλιβόμενος από αυτήν. Ποιητής της λεπτομερειακής καθημερινότητας, με οξύτατη γνώση των πραγμάτων, οδηγήθηκε σε γενικότερη αίσθηση του γήινου στοιχείου και εν τέλει σε μια ευρύτερη «κοσμική» αντίληψη.

Ο Ρίτσος κουβαλάει μέσα του όλη τη λαϊκή ρίζα του ελληνικού λόγου, σημειώνει ο Οδυσσέας Ελύτης, ενώ ο Γιώργος Σεφέρης αναγνώρισε την «απλότητα» και την άμεση συγκινησιακή δύναμη του λόγου του.

Από τα έργα του Γιάννη Ρίτσου, θα πει ο Γιάννης Τσαρούχης, αναδίνεται ένα αίσθημα βαθιάς δικαιοσύνης, ένα πάθος δικαιοσύνης που για μένα είναι το πιο ελληνικό αίσθημα. Η ηθική ζωή του βοηθά την ποίησή του να μας στηρίζει και να μας δυναμώνει σαυτό τον κόσμο των συμβιβασμών και των υπολογισμών που μικραίνουν τον άνθρωπο. Παραπάνω από την ποίησή του και τη λεπτότητα της τέχνης του υπάρχει η βαθιά πίστη στον άνθρωπο που κάνει τα έργα του ναχουν κάτι το απέραντο.

Το ‘χω συχνά επαναλάβει, επισημαίνει ο Γ. Ρίτσος, πώς ἡ ποίηση, λέει πάντα και πολύ περισσότερα κ’ πολύ καλύτερα ἀπ’ όσα μπορούμε εμείς νά πούμε γι’ αυτήν. Κι άν δεχτούμε, όπως νομίζω, πώς ἡ ποίηση δεν άπαντά άλως στη διανοητική μας περιέργεια, ούτε προσφέρει μόνο συγκινήσεις συναισθηματικής ἤ αισθηματικής υφής αλλά καλλιεργεί βαθιά κ’ καθολικά την ευαισθησία του ανθρώπου κ’ θέτει σέ κίνηση το δημιουργικό μηχανισμό του καθενός ἤ όλων, τότε ἡ πρώτη της επαφή μέ το κοινό θά ’πρεπε ίσως ν’ αφεθεί χωρίς ειδική και “μερική” (πού κάποτε συμβαίνει νά μήν είναι καί σωστή) μεσολάβηση πού “καθοδηγεί” βέβαια και προετοιμάζει τη δεκτικότητα των αναγνωστών, άλλα κ’ καθορίζει περίπου την ποιότητα κ’ ποσότητα των αντιδράσεων ἤ ανταποκρίσεων, μειώνοντας κάπως τον πλούτο, την ένταση, την παλμικότητα αυτών των ανταποκρίσεων.

Είναι σα νά μας έχει δοθεί ἡ εφησυχαστική λύση πριν το πρόβλημα και νά κάνουμε απλώς μίαν επαλήθευση αυτής της δοσμένης λύσης πάνω στό πρόβλημα, παραλείποντας τη ζωντανή κίνηση των πρώτων συλλογισμών κ’ των κυμαινόμενων πιθανοτήτων πού θά οδηγούσε στη λύση του προβλήματος σαν σέ μία νίκη, κερδισμένη μέ την επιστράτευση των δυνάμεών μας. Κι αυτή ἡ επιστράτευση, ἡ συνειδητοποίηση κ’ ανάπτυξη των δυνάμεών μας έχει μεγαλύτερη αξία κι ἀπ’ την ίδια τη λύση, γιατί ακονίζει την ικανότητά μας για άπειρες κοινωνικές, αισθητικές, ηθικές κ’ γενικά πολιτιστικές νίκες.