Μία πράξη ευχαριστίας στα τόσα που του χάρισαν οι δύο μικρές του πατρίδες, ο Χόνδρος και το Ηράκλειο, αποτελεί το νέο βιβλίο του Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη, του γνωστού Ταχυδρόμου του Κάστρου, με τίτλο: «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα».
Με γλώσσα ρέουσα και την κρητική ντοπιολαλιά, ο συγγραφέας θυμάται ήθη, έθιμα και ανθρώπους και αφηγείται όλα εκείνα, που εντυπώθηκαν στην ψυχή και γράφτηκαν στο μυαλό, από τα νεαρά του χρόνια έως και σήμερα.
«Πιστεύω -τονίζει- πως δεν έχουν ανάγκη μόνο τα παιδιά από τις όμορφες ιστορίες για να γαληνέψουν, αλλά γενικά η κοινωνία μας αποζητά την γλυκύτατη παραμύθια, για να απαλλαγή από την τυραννία της βίας που καθημερινώς μας πνίγει. Για αυτό και έγραψα ένα ακόμη βιβλίο με χριστουγεννιάτικα διηγήματα, που πιστεύω πως θα σταλάξει στις ψυχές των αναγνωστών την ημεράδα που τόσο μας λείπει».
Στις εκατό εξήντα σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης θα κοινωνήσει την γιορτινή χαρά ενός σπουδαίου κόσμου, μιας κοινωνίας πιο φτωχικής αλλά πιο ευτυχισμένης.
«Ανεστορούμαι -αναφέρει- με πόση λαχτάρα περιμέναμε τις γιορτές των Χριστουγέννων στην γενέθλιά μου γη. Τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις, που χαράξανε στην ψυχή μου, τη μαγεία εκείνης της εποχής.
Τότε οι άνθρωποι ήταν δεμένοι με την γης τους. Στον μικρό ορίζοντα, που γεννιόντουσαν, εκεί μεγαλώνανε, παντρεύονταν, γεννούσαν και ανατρέφανε γιους και θυγατέρες, όπου παρέδιδαν την γη και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά των προγόνων.
Όταν ήρθε ο αυτοκινητόδρομος, που μας συνέδεσε με την μεγάλη πολιτεία, είχε ανοίξει και το πνευματικό ίδρυμα του τόπου, το Γυμνάσιο της Βιάννου, άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα.
Τα φτωχά παιδιά των αλαργινών χωριών διαβάζανε, για να μάθουν γράμματα και να ξεφύγουν από την τυραννισμένη ζωή του χωριού. Όπως τα προέτρεπαν οι φτωχικοί γονέοι, “Καλλιά να σε φάει η χειρότερη πολιτεία από το καλύτερο χωριό”.
Όταν απολύθηκα από τον στρατό, αναζητώντας το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, μετοίκησα για την πόλη όπου διορίστηκα ταχυδρόμος στο Μεγάλο Κάστρο. Ήταν η πρώτη χρονιά που διορίστηκα και όταν μπήκε ο μήνας του Χριστού, ο Δεκέμβρης, η φαντασία μου με έφερε στην πατρίδα των παιδικών μου χρόνων, στο μικρό αγαπημένο μου χωριό στην διπόταμη κοιλάδα του Χόνδρου, αναζητώντας την ηχώ της ψυχής μου. Άλλωστε, κατά τα λόγια του ποιητή, “πατρίδα είναι και τα παιδικά μας χρόνια”.
Δύο πατρίδες γνώρισα, τον Χόντρο και τη Χώρα,
στο άμε κι έλα η σκέψη μου, βρίσκεται κάθε ώρα.
Αναζητούσα την γενέθλιά μου γη, αλλά ταυτόχρονα χαιρόμουν και τον ερχομό των αγίων ημερών στην πολιτεία κατά τα λόγια της παραμιάς: “Χριστούγεννα στην πόλη”. Τότε ήταν έθιμο και έστελναν ευχετήριες κάρτες στους δικούς τους, αλλά και σε όσους τους έδεναν κάποια εμπορική σχέση. Τα ταχυδρομεία είχαν τόση πολύ γιορτινή αλληλογραφία να διακινήσουν πού δούλευαν υπερωριακά, για να βγάλουν την δουλειά.
Μεγάλη συγκίνηση ένιωθα, όταν ταξινομούσα τα γράμματα που έρχονταν από το εξωτερικό, την Ευρώπη, την Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία. Τα φάκελα ήταν παχουλά, γιατί είχαν ως δώρο στους δικούς τους κάποια δολάρια. Ήταν καταστόλιστα από ωραία γραμματόσημα και από τα όμορφα χριστουγεννιάτικα στολίδια, όπως φάτνες, δένδρα, σκηνές από το σπήλιο της Βηθλεέμ, το φεγγοβόλο αστέρι, και τους τρεις μάγους που έρχονταν να προσκυνήσουν τον νεογέννητο Χριστό.
Τα γράμματα, που ήταν καλλιγραφημένα τα ονόματα και οι διευθύνσεις του παραλήπτη και του αποστολέα, με συγκινούσαν βαθύτατα. Παρά το μεγάλο φόρτο της δουλειάς, σταματούσα, κρατούσα στα χέρια μου το γράμμα και για λίγο και το θαύμαζα, γιατί με ταξίδευε στην γλυκύτατη παραμυθία του ονείρου».
Μια μικρή αντίχαρι
Ο νεαρός τότε Ταχυδρόμος χαιρόταν στην πολιτεία την ομορφιά του δημοτικού στολισμού, που χαρίζει στην πόλη την μαγεία και την κάνει να μοιάζει με την Βηθλεέμ. «Φεγγοβολούσαν -θυμάται- οι στράτες και οι πλατείες από τα ολόφωτα λαμπιόνια. Η πόλη παρουσιάζει μια ζωντάνια, ο κόσμος είχε ξεχυθεί στην αγορά για ψώνια. Τα μαγαζιά ήταν κατάφορτα από αγαθόκαλα, έδιδαν και έπαιρναν οι ευχές.
Στολισμένες ήταν και οι βιτρίνες των μαγαζιών με φάντες και άλλα θέματα από την Άγια Γέννα. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν μια χριστουγεννιάτικη μελωδία, από τα παραδοσιακά τα αθηναϊκά κάλαντα και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, που σταλάσσανε τις ψυχές την μαγεία των αγίων ημερών.
Τα αεροπλάνα και τα καράβια έφερναν τα ξενάκια, που τα περιμένανε και με τον γυρισμό τους έφερναν την χαρά.
Τώρα που τα χρόνια περάσανε, νιώθω ότι με βαραίνει ένα ανεξόφλητο χρέος, στην μικρή μου πατρίδα και για την αγαπημένη μου πολιτεία, το Ηράκλειο, που μου έδωσαν τόση πολλή αγάπη και αυτό με οδήγησε να γράψω αυτό το βιβλίο για να ανταποδώσω μια μικρή αντίχαρι».
«Η ύπαιθρος ρήμαξε και κανείς πια δεν μας περιμένει»
«Οι ήρωες των διηγημάτων του είναι άνθρωποι του χωριού, μιας φτωχικής αλληλέγγυας κοινωνίας, που τις αργατινές τις γήτεψε το παραμύθι στη γωνιά με το αναμμένο τζάκι, όπου αντάλλασσε αγάπη. Ο λόγος τούς ψυχαγωγούσε, δίδασκε ένα σπουδαίο κώδικα αξιών και το λιγοστό φως του λύχνου έπαιρνε μαγικές διαστάσεις, σαν να ήταν το άστρο της Βηθλεέμ που φεγγοβολούσε στον ουρανό της άγιας νύχτας.
Κάθε που σιμώνουν οι γιορτές, η φαντασία μου με φέρνει στα χώματα της μικρής μου πατρίδας. Όμως εκείνα που αναζητώ δεν τα βρίσκω πια, δυστυχώς χαθήκανε. Μια πνευματική και οικονομική ερημοποίηση απλώνεται στην ύπαιθρο χώρα. Αργοπεθαίνουν τα χωριά μας, και μαζί τους σβήνουν πολλά από τα ήθη και τα έθιμα, σβήνει το ήθος μιας παλιάς εποχής και γύρω μας απλώνεται μια καταχνιά.
Δεν ονειρευόμεθα να δούμε τον καπνό από τις φτωχικές καμινάδες του χωριού να ανεβαίνει στα ουράνια. Πάνω στην αβάστακτή τους μοναξιά, απαρηγόρητες οι θύμησες πενθούνε. Η ύπαιθρος ρήμαξε και κανείς πια δεν μας περιμένει. Ανεγυρίσαμε τη στράτα του χωριού, ως ανεγυρίζομε στο στρατί της ξεραμένης βρύσης. Ακαλημέριστα μένουν τα χώματα στις μικρές μας πατρίδες και απάτητα μένουν τα άγια ζάλα που πάτησαν οι πρόγονοι.
Τα σπίτια είναι κλειστά, οι δρόμοι είναι έρημοι. Η γης χέρσεψε, βουβάθηκαν τα απόσκια, όπου είναι φυλαγμένες οι παιδικές και νεανικές αναμνήσεις, που είχαν γίνει φως του κεριού που μας έφεγγε να περάσομε. Φύσηξε ο αέρας και έσβησε το κερί και δεν φέγγει πια στο κονοστάσι της ψυχής μας».
