Αδιανόητο: Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου εκτός των τουριστικών πακέτων!

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου και κορυφαίος θεματοφύλακας του Μινωικού πολιτισμού, απουσιάζει από αρκετά οργανωμένα τουριστικά πακέτα που προωθούν τα ταξιδιωτικά γραφεία, δημιουργώντας εύλογο προβληματισμό στους φορείς του κλάδου που κάνουν λόγο για ενα παράδοξο που χρήζει άμεσης δράσης.

Όπως λένε, μιλάμε για το μουσείο που φιλοξενεί ανεκτίμητα ευρήματα – από τον Δίσκο της Φαιστού μέχρι τις τοιχογραφίες της Κνωσού – και αποτελεί τον πυρήνα της αφήγησης για τον αρχαιότερο πολιτισμό της Ευρώπης.

Η Κρήτη, που προβάλλεται διεθνώς για τοπία απαράμιλλης ομορφιάς, για τη γαστρονομία της που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, αλλά και για τον μοναδικό πολιτισμό της. Ωστόσο, χιλιάδες επισκέπτες φεύγουν από το νησί έχοντας απολαύσει μεν τις παραλίες και τις εμπειρίες της φιλοξενίας, χωρίς όμως να έχουν αντικρίσει ποτέ τα αριστουργήματα του ΑΜΗ, που καθιστούν την Κρήτη σημείο αναφοράς για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.

Με αφορμή τα παραπάνω δεδομένα ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Μουσείου, Ιωακείμ Γρυσπολάκης αναδεικνύει το συγκεκριμένο θέμα με επιστολή του προς τον δήμαρχο Ηρακλείου ο υπογραμμίζοντας ότι «δεν είναι δυνατόν να έχετε στα πόδια σας τον αρχαιότερο ευρωπαϊκό πολιτισμό και να μην τον προβάλετε».

Ο κ. Γρυσπολάκης έκανε γνωστό ότι τον Σεπτέμβριο θα επιδιώξει συνάντηση με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου των τουριστικών πρακτόρων, ώστε να συζητηθεί το ζήτημα και να διαπιστωθεί κατά πόσο πράγματι ισχύει αυτή η παράλειψη. Στόχος, όπως τονίζει, είναι η δημιουργία μιας γόνιμης συνεργασίας που θα αναδείξει το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου ως βασικό σταθμό σε κάθε τουριστικό πακέτο.

Η απουσία του ΑΜΗ από τα προγράμματα των τουριστικών γραφείων και της προβολής του γενικότερα δεν είναι μόνο πολιτιστικό έλλειμμα είναι μια χαμένη υπεραξία για τον τουριστικό προορισμό της Κρήτης γενικότερα.

Σε μια εποχή που οι ταξιδιώτες αναζητούν αυθεντικές εμπειρίες και ουσιαστική επαφή με την τοπική ιστορία, η ένταξη του Μουσείου θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την προσφορά των τουριστικών γραφείων, να ενισχύσει την ποιότητα των πακέτων τους και να δημιουργήσει μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για την τοπική οικονομία. Το ΑΜΗ δεν είναι απλώς ένας χώρος επίσκεψη αλλα το «διαβατήριο» της Κρήτης προς τον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη.

Το θέμα δεν αφορά μόνο τη διαχείριση των τουριστικών προγραμμάτων, αλλά και το πώς η Κρήτη επιλέγει να παρουσιάσει τον εαυτό της στον κόσμο. Γιατί, αν η αυθεντικότητα και η ιστορική κληρονομιά είναι τα στοιχεία που ζητούν όλο και περισσότεροι ταξιδιώτες, τότε το ΑΜΗ μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το «σήμα κατατεθέν» κάθε εμπειρίας στο νησί.

Η συζήτηση που ανοίγει έχει, επομένως, ευρύτερη σημασία και συγκεκριμένα για το πώς συνδέεται η τουριστική ανάπτυξη με την πολιτιστική προβολή, και πώς η Κρήτη μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην εμπορική διάσταση του τουρισμού και στη διαχρονική της ταυτότητα.