15 χρόνια χωρίς τον Γιώργο Ανεμογιάννη
Ο Γ. Ανεμογιάννης στο γραφείο του

Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώθηκαν χθες από τον θάνατο του μεγάλου σκηνογράφου -ενδυματολόγου και ιδρυτή του Μουσείου Καζαντζάκη, Γιώργου Ανεμογιάννη.

Συμμετείχε σε περισσότερες από 400 θεατρικές παραγωγές κάθε είδους, όπως επίσης σε κινηματογραφικές  ταινίες και τηλεοπτικές παραγωγές.

Στα 60 χρόνια πορείας του, συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Αλέξη Σολωμό, τον Τάκη Μουζενίδη, τον Ρενάτο Μόρντο, τον Δημήτρη Μυράτ, τον Μάνο Κατράκη, την Άννα Συνοδινού, την Έλσα Βεργή, τη Μελίνα Μερκούρη, την Έλλη Λαμπέτη, τις αδελφές Καλουτά, τον Βασίλη Μπουρνέλλη, τη Σπεράντζα Βρανά, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Νίκο Κούρκουλο  την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Ειρήνη Παππά  και όλους τους γνωστούς ηθοποιους και σκηνοθέτες του θεάτρου αλλά και του ελληνικού σινεμά.

Χαρακτηριστικό της κατασκευαστικής ιδιοφυΐας του Ανεμογιάννη είναι η χρήση και το πάντρεμα παράταιρων υλικών στην κατασκευή σκηνικών και κοστουμιών. Όπως έλεγε ο ίδιος, «η σκηνογραφία είναι η τέχνη της απάτης. Όσο πιο πολύ εξαπατάς τον κόσμο τόσο μεγαλύτερος σκηνογράφος γίνεσαι».

Ο Γ. Ανεμογιάννης με τον Αλέκο Σακελλάριο
Με τον Αλέκο Σακελλάριο

Ο Γιώργος Ανεμογιάννης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1916 ανήμερα του Αγίου Ελευθερίου, προς τιμήν του οποίου λαμβάνει και το δεύτερο όνομα Λευτέρης. Είναι γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, γιος του έμπορου και κτηματία από τη Μυρτιά Αντώνη Ανεμογιάννη, φίλου και μακρινού συγγενή του Νίκου Καζαντζάκη.

Όταν τελειώνει το σχολείο, ο νεαρός πια Ανεμογιάννης, παραμένει για ένα χρόνο κοντά στον πατέρα του, ματαιοπονώντας ανάμεσα σε λογιστικά βιβλία και επιταγές. Ο πλούσιος έμπορος από τη Μυρτιά προσπαθεί να διδάξει στον γιο του τα μυστικά του εμπορίου, πριν τον στείλει στο εξωτερικό για σπουδές. Αγνοεί, ωστόσο, ότι λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο…

Ο Γ. Ανεμογιάννης με τις αδελφές Καλουτά
Με τις αδελφές Καλουτά

Το φθινόπωρο του 1937, ο Γιώργος Ανεμογιάννης φεύγει για τη Βιέννη. Εκεί, θέλοντας να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, εγγράφεται αρχικά σε μια εμπορική σχολή, την οποία όμως γρήγορα εγκαταλείπει για να γίνει φοιτητής χημείας στο πανεπιστήμιο. Το πάθος του όμως για την τέχνη θα τον οδηγήσει τελικά σε άλλα μονοπάτια

Σπούδασε στο Reinhard Seminar και στη Σχολή Σκηνογραφίας του Πολυτεχνείου της Βιέννης. Η πρώτη σκηνογραφική του εργασία στην Ελλάδα έγινε για τον θίασο Μ. Κοτοπούλη (1939) και για το έργο “Το ταξίδι του κυρίου Περισόν”.

Με τον ίδιο θίασο συνεργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά έως το 1957. Παράλληλα, έκανε τη σκηνογραφία και σχεδίαζε κοστούμια για τους περισσότερους θιάσους των Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος).

Η σπουδή του στη Βιέννη και ο χρόνος της μαθητείας του προσδιορίζουν σαφώς το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό του ύφος, που ανήκει σε ένα φαντασμαγορικό εξπρεσιονισμό με στοιχεία ελαφράδας και μπαρόκ.

Γ. Ανεμογιάννης  από τα εγκαίνια του Μουσείου Καζαντζάκη μαζί μα τη Μελίνα, την Ελένη Καζαντζάκη.

Γνώστης της μόδας των θεατρικών εποχών και των θεατρικών μηχανών, ειδικεύθηκε στα πλούσια και φανταχτερά θεάματα. Η συμβολή του ιδιαίτερα στην επιθεώρηση υπήρξε καθοριστική, όταν σημειώθηκε μεταπολεμικά μια στροφή προς το μεγάλο θέαμα και το μιούζικ χολ.

Ο Ανεμογιάννης υπήρξε εφευρετικός καλλιτέχνης που κατόρθωνε να δημιουργεί “ατμόσφαιρα” και πειθώ χρησιμοποιώντας ευτελή υλικά και ακριβείς συνδυασμούς χρωμάτων. Ηταν ο πρώτος Ελληνας σκηνογράφος που επέβαλε το ζωγραφικό σκηνικό σε μια εποχή που κυριαρχούσε στη σκηνή των θεάτρων η κατασκευή κτιστών σκηνικών.

Υπήρξε ικανότατος στη χρήση των φωτιστικών εφέ ως συντελεστών θεατρικής μαγείας. Έχει τιμηθεί με πολλά παράσημα και βραβεία, ελληνικά και ξένα. Στις 19 Οκτωβρίου του 2005 ο Γιώργος Ανεμογιάννης έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών. Καταβεβλημένος από καρδιακή ανεπάρκεια κατέληξε σε ηλικία 89 ετών, ύστερα από έμφραγμα στο «Ιατρικό Κέντρο Παλαιού Φαλήρου», όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα της ζωής του.

Η σορός του μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του, το Ηράκλειο Κρήτης, όπου κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά και στη συνέχεια ετάφη, σύμφωνα με επιθυμία του, στο κοιμητήριο του Αγίου Κωνσταντίνου στον οικογενειακό τάφο, δίπλα στους γονείς του.

Για τρεις δεκαετίες εργάστηκε για τη διάδοση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη .

Ίδρυσε το Μουσείο “Νίκου Καζαντζάκη” και υπήρξε ισόβιος γενικός γραμματέας του Δ.Σ. του Μουσείου, το οποίο στεγάζεται στο οικογενειακό σπίτι που παραχώρησε ο ίδιος γι’ αυτό το σκοπό.

Μετά τον θάνατο του μεγάλου σκηνογράφου, το πολύτιμο αρχείο του κληρονόμησε τo «πνευματικό τέκνο» του, το Μουσείο Καζαντζάκη, το οποίο, αποδίδοντας φόρο τιμής στον ιδρυτή του, έδωσε το όνομά του στην αίθουσα εκδηλώσεων του κτηρίου όπου στεγάζεται.