Στη Μεσόγειο το 2013 καταγράφηκε πρώτη φορά η αύξηση των λεοντόψαρων και συγκεκριμένα ανοικτά της Κύπρου. Το είδος αυτό διείσδυσε από την Διώρυγα του Σουέζ και η άνοδος της θερμοκρασίας των νερών στη Μεσόγειο είναι ιδανική συνθήκη ώστε όχι μόνο να επιβιώνει αλλά και να αυξάνεται.
Η αύξηση αυτή απειλεί τη βιοποικιλότητα και την οικολογική ισορροπία του θαλάσσιου οικοσυστήματος. Και φυσικά απειλεί και την αλιεία, καθώς όπου βρεθεί σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα του.
Ένα θηλυκό λεοντόψαρο μπορεί να γεννά έως και 42.000 αυγά την εβδομάδα, δηλαδή πάνω από 2.200.000 αυγά τον χρόνο. Αν συνεχίσει η εξάπλωσή του με αυτούς τους ρυθμούς, σε πέντε χρόνια θα έχουμε έως και 30% λιγότερα ψάρια στη Μεσόγειο από ό,τι σήμερα.
Η Μεσόγειος ως το μεγαλύτερο κλειστό θαλάσσιο οικοσύστημα του πλανήτη, φιλοξενεί περισσότερα από 11.000 είδη ζώων, από τα οποία 9% των περίπου 540 ιθαγενών ψαριών είναι ενδημικά – δηλαδή δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο. Και κάθε απώλεια εδώ είναι παγκόσμια.
Η αφαίρεση του λεοντόψαρου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τα αγκάθια τους παραμένουν επικίνδυνα ακόμα και μετά τον θάνατό τους, καθώς το δηλητήριο παραμένει ενεργό. Ένα απλό τρύπημα μπορεί να προκαλέσει έντονο πόνο και πρήξιμο, λόγω της έκκρισης δηλητηρίου από ειδικούς αδένες που βρίσκονται στις σπονδυλικές ακίδες.
Η μόνη λύση λοιπόν, σύμφωνα με τους ειδικούς είναι η ανθρώπινη κατανάλωση. Το λεοντόψαρο είναι νόστιμο, υψηλής διατροφικής αξίας και δεν είναι δηλητηριώδες το ίδιο, μόνο τα αγκάθια του περιέχουν δηλητήριο. Όπου έχουν εφαρμοστεί προγράμματα που προωθούν την κατανάλωση λεοντόψαρων, έχει παρατηρηθεί μείωση των πληθυσμών τους.
Πολλές αλιευτικές κοινότητες αποφεύγουν να τα πιάσουν γιατί πιστεύουν πως είναι δηλητηριώδη στο σύνολό τους, αφήνοντας έτσι τα λεοντόψαρα να συνεχίζουν ανενόχλητα την καταστροφή, ενώ στοχεύουν είδη που είναι οικολογικά πολύτιμα.
Αν θέλουμε να προστατεύσουμε τη θάλασσά μας και τις παραδόσεις μας, πρέπει να δράσουμε τώρα. Ενημέρωση, στοχευμένο ψάρεμα, εμπορική αξιοποίηση. Το λεοντόψαρο δεν θα εξαφανιστεί. Αλλά μπορούμε να το ελέγξουμε — αν το θελήσουμε πραγματικά.