Ένας παθογόνος μύκητας σκοτώνει τα πλατάνια της Ελλάδας

Υπάρχουν αμέτρητα καφενεία, εστιατόρια, ταβέρνες σε όλη την Ελλάδα που έχουν «δανειστεί» το όνομά του. «Ο Πλάτανος». Δεν πρέπει να υπάρχει Έλληνας που να μην έχει αναμνήσεις κάτω από τη σκιά του και τη δροσιά του. Για τις επόμενες γενιές αυτή η εμπειρία πιθανότατα θα είναι πλέον άγνωστη. Τα πλατάνια πεθαίνουν χτυπημένα από έναν παθογόνο και εξαιρετικά μεταδοτικό μύκητα, για τον οποίο δεν υπάρχει θεραπεία, εξηγεί στην ελληνική έκδοση της Deutsche Welle, η δασοπόνος Νικολέτα Σουλιώτη, ειδική για θέματα δασικής παθολογίας στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Αθήνα.

«Είναι ένας μύκητας, ένα παθογόνο που δεν υπήρχε στην Ευρώπη και μπήκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα το βρίσκουμε στις αρχές του 2000, να το τοποθετήσουμε εκεί, με πρώτους τόπους εύρεσης στα σύνορα Ηλείας και Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο. Είναι παθογόνο καραντίνας υπό το πρίσμα ότι δεν έχουμε θεραπευτικό μέσο. Δεν έχουμε κάποια θεραπεία στα χέρια μας για να το ελέγξουμε με αυτή τη μεθοδολογία. Άρα μιλάμε για απομόνωση. Και απομόνωση δεν αφορά μόνο ένα δέντρο, αλλά οφείλουμε συνολικά να απομονώσουμε μια περιοχή με μια σειρά ενεργειών για να αποτρέψουμε τη διάδοση».

Στο μεταξύ η ασθένεια έχει επεκταθεί σε ολόκληρη σχεδόν τη δυτική Ελλάδα και έχει φτάσει μέχρι και την Εύβοια, αφού, όπως λέει η ειδικός, «δυστυχώς το ανατολικό πλατάνι που βρίσκεται αυτοφυώς στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ ευπαθές σε αυτό το παθογόνο, δηλαδή μέχρι στιγμής δεν έχουμε βρει κάποια ανθεκτικότητα ούτε στο πεδίο, ούτε σε πειραματισμούς στο εργαστήριο. Ο πλάτανος έχει το χαρακτηριστικό να έχει απόλυτη συμβατότητα με άλλα πλατάνια δίπλα του, οπότε αν αρρωστήσει ένα πλατάνι μέσα από τις συνενωμένες υπόγειες ρίζες του, αν δεν κάνουμε κάποια ενέργεια εμείς, θα συνεχίσει μια ντόμινο διάδοση με πολύ άσχημα αποτελέσματα».

Η ασθένεια έχει πολλούς τρόπους διάδοσης, αλλά σημαντικότατο ρόλο για την  εξάπλωσή της παίζει ο άνθρωπος ως φορέας μετάδοσής του με όποιες μορφές μπορεί να πληγώσει το υπέργειο και υπόγειο τμήμα του. «Μεταφέροντας εργαλεία που δεν έχει απολυμάνει ή ξύλο ή χώμα ή οτιδήποτε άλλο. Αν σκεφτούμε πόσο δύσκολο είναι να ελέγξεις τον άνθρωπο, αυτό εξηγεί το μέγεθος που έχει λάβει και στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα» μας επισημαίνει η Νικολέτα Σουλιώτη.

Δεν συνειδητοποίησαν το πρόβλημα

Πώς αντιδρούν όμως οι τοπικές κοινωνίες που πλήττονται από αυτή την οικολογική καταστροφή και σε ποιο βαθμό έχουν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα; Η απάντηση της δασοπόνου είναι χαρακτηριστική: «Σε μεγάλο βαθμό δεν το κατάλαβαν αυτό και μπορώ να το αποδώσω στο ότι δεν είχαν αντίστοιχα παραδείγματα στη δική τους ζωή με κάτι τόσο καταστρεπτικό όπως αυτό. Υπάρχει μεγάλη τραγικότητα σε όλο αυτό. Όταν πάμε σε ένα σημείο και είναι σε αρχικά στάδια ακόμα η είσοδος του παθογόνου, είναι η στιγμή που μπορούμε να κάνουμε κάποια πράγματα και να έχουμε καλά αποτελέσματα, να το περιορίσουμε, να το εξαλείψουμε. Δυστυχώς δε μπορούν να το κατανοήσουν, να μας πιστέψουν. Οπότε η τραγικότητα είναι ότι όταν όλοι πια κατανοούν το πρόβλημα είναι η στιγμή που δε μπορεί πλέον να γίνει τίποτα».

Θα εξαφανιστούν λοιπόν εντελώς τα πλατάνια από την Ελλάδα; Η πρόβλεψη δυστυχώς δεν είναι και τόσο αισιόδοξη.

«Θα μειωθεί πάρα πολύ ο πληθυσμός. Ήδη το έχουμε δει σε σημαντικά ποτάμια που τα στόλιζαν τα πλατάνια. Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα σε ποτάμια όπως ο Λούρος, ο Καλαμάς στη Θεσπρωτία, ο Αχέροντας, στη Νότια Ελλάδα στα ποτάμια της Πελοποννήσου, ο Πηνειός, τα ποτάμια της Εύβοιας. Σε όλα αυτά σιγά σιγά αποχωρεί, ενώ έχουμε φοβερές αναμνήσεις. Ναι θα το χάσει σε μαζικότητα. Θα μείνουν κάποια λείψανα του είδους σε σημεία που θα έχουν κάποια απομόνωση. Δεν θα είναι πια ένα κοινό και τόσο αγαπητό είδος. Θα είναι ένα σπάνιο είδος της χλωρίδας μας», λέει η Σουλιώτη.

Η εξαφάνιση του πλάτανου και η αντικατάστασή του από άλλα είδη, που συχνά είναι και τοξικά για τον άνθρωπο ή τα ζώα θα έχει όμως πέραν των αισθητικών και σοβαρές πρακτικές συνέπειες για τα οικοσυστήματα της χώρας, όπως μας εξηγεί η ειδικός. «Είναι ένας δωρεάν μηχανικός, επειδή προσέφερε μια φοβερή στήριξη των πρανών, έτσι όπως είναι οι ρίζες του. Είναι ένα φυσικό τεχνικό έργο το οποίο χάνεται».

Με την εξέλιξη που έχει πάρει η διάδοση του θανατηφόρου μύκητα το μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι να περιοριστεί όσο γίνεται η ζημιά, να μην φτάσει η ασθένεια σε περιοχές ακόμα ανέγγιχτες, όπως τα νησιά του Ιονίου ή η Κρήτη. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να ευαισθητοποιηθούμε και να συμβάλουμε όλοι μας από τις κρατικές υπηρεσίες μέχρι τον κάθε πολίτη.

«Έχουμε μια νέα νομοθεσία, η οποία έχει βελτιώσεις που, αν τηρηθούν σωστά, θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στο να επιβραδύνουμε τη διάδοση του παθογόνου. Και να μπορέσουμε να σώσουμε κομμάτια της χώρας όπου ακόμα δεν έχει μπει το παθογόνο. Για χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος έπαιρνε μια αναψυχή από αυτό το πράγμα και επί ημερών μας αυτό θα αποτελέσει παρελθόν. Λίγο να σκεφτούμε κάποια πράγματα ως πολίτες και ως διαχειριστές» καταλήγει η Νικολέτα Σουλιώτη.

Πηγή: Deutsche Welle Greece