Εργοστάσια καύσης: Ποιοι ενδιαφέρονται, σε ποιον θα έρθει ο λογαριασμός

Σε τροχιά υλοποίησης, αλλά με κρίσιμα αναπάντητα ακόμα ερωτήματα, φαίνεται να μπαίνει το προσεχές διάστημα το σχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την δημιουργία έξι εργοστασίων θερμικής επεξεργασίας -δηλαδή καύσης- απορριμμάτων, που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει επενδυτικά το 1 δις ευρώ.

Οι μονάδες επεξεργασίας σχεδιάζεται να καλύψουν όλη τη χώρα (Αττική, Δυτ. Μακεδονία- Ήπειρος, Αν. Μακεδονία-Θράκη, Πελοπόννησος-Δυτ.Ελλαδα, Κεντρική Ελλάδα και Κρήτη) με στόχο την αξιοποίηση των υπολειμμάτων αλλά και σύμμεικτων σκουπιδιών καθώς με τελικό στόχο την παραγωγή θερμικής ενέργειας.

Στοίχημα η βιωσιμότητα
Το σχέδιο προβλέπει ότι τα έξι εργοστάσια θα κατασκευαστούν με σύγχρονες προδιαγραφές και δη από ιδιωτικά κεφάλαια, καθώς δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, όπως έχουμε ήδη εξηγήσει. Για το λόγο αυτό η οικονομική βιωσιμότητα των έργων θα στηριχθεί σε τρία βασικά έσοδα:
– Τέλος εισόδου: πρόκειται για το τέλος που θα καταβάλλεται για την επεξεργασία και καύση του καυσίμου. Το ύψος του δεν έχει καθοριστεί αλλά φαίνεται να υπάρχει μια βάση συζήτησης να είναι σε μια τιμή άνω από 100 ευρώ έως και 138 ευρώ ανά τόνο

– Έσοδα από την πώληση της ενέργειας που θα παράγεται. Το ύψος της τιμής δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη, αλλά συζητείται να είναι σε επίπεδα των 80 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι το κόστος διαχείρισης θα είναι αρκετά υψηλό ωστόσο δείχνει να αποτελεί μονόδρομο για την ταφή μόνο του 10% των αποβλήτων που είναι ο στόχος. Το 57% της ενέργειας που προκύπτει αναμένεται να χαρακτηριστεί ως Ανανεώσιμη Πηγή, λαμβάνοντας έτσι επιπλέον ενίσχυση από τον ΔΑΠΕΕΠ. Το υπόλοιπο θα πληρώνεται με βάση τη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος.

-Εκμετάλλευση θερμότητας – Σε ορισμένες περιοχές, όπως η Δυτική Μακεδονία, η παραγόμενη θερμότητα μπορεί να διοχετευθεί σε δίκτυα τηλεθέρμανσης, δημιουργώντας πρόσθετο εισόδημα για τους αναδόχους.

Επιπλέον, υπάρχει και η προοπτική εσόδων στο μέλλον από την πώληση καυσίμων απευθείας στις τσιμεντοβιομηχανίες. Στην περίπτωση των τσιμεντοβιομηχανιών, που θα καίνε επίσης σκουπίδια στην πραγματικότητα, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι θα προμηθεύονται την πρώτη ύλη από μονάδες επεξεργασίας απορριμμάτων με μηδενικό κόστος έως το 2031. Μετά το διάστημα αυτό, ενδέχεται να καθορίσουν δική τους τιμολογιακή πολιτική γεγονός που μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες.

Ο οδικός χάρτης της κυβέρνησης
Το ΥΠΕΝ πρόκειται να προκηρύξει τους διεθνείς διαγωνισμούς διαγωνισμούς, ενώ δεν αποκλείεται να αναλάβει και ρόλο κεντρικού διαχειριστή του καυσίμου. Να προμηθεύεται δηλαδή το υλικό από τους φορείς διαχείρισης απορριμμάτων (ΦΟΔΣΑ) και θα το κατανεμει στα εργοστάσια. Σύντομα ολοκληρώνεται η διαβούλευση για τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), που θέτει γενικές κατευθύνσεις χωροθέτησης, χωρίς να απαντά ακόμη στα κρίσιμα τεχνικά και εμπορικά ζητήματα, γύρω από τα οποία γίνεται ήδη έντονη συζήτηση.

Εκτιμάται ότι οι διαγωνισμοί μπορούν να βγουν στον «αέρα» το πρώτο εξάμηνο του 2026, ωστόσο, η αγορά προβλέπει ότι, λόγω κοινωνικών αντιδράσεων οι προκηρύξεις θα μετατεθούν μετά τις εκλογές, άρα το 2027, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις προοπτικές και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.

Οι επιφυλάξεις των επενδυτών
Οι επενδυτές θέτουν μια σειρά από ζητήματα για τις νέες μεγάλες επενδύσεις που παραμένουν ανοιχτά:

• Εγγυήσεις τροφοδοσίας: Ποιος θα διασφαλίσει ότι οι μονάδες θα έχουν επαρκείς ποσότητες καυσίμου για τουλάχιστον 25 χρόνια που είναι η περίοδος λειτουργίας των μονάδων. Η αγορά τονίζει την ανάγκη μηχανισμού διαχείρισης του καυσίμου ώστε να δοθούν απαντήσεις ποιος θα εγγυηθεί για αυτές τις ποσότητες και με ποιο τρόπο.

• Κόστος μεταφοράς και γεωγραφική κατανομή: Πώς θα κατανεμηθούν τα έσοδα από το gate fee μεταξύ των φορέων διαχείρησης που βρίσκονται σε μεγάλες αποστάσεις από τις μονάδες.

• Έλλειψη ευελιξίας: Ο σχεδιασμός προβλέπει εκ των προτέρων αριθμό μονάδων, δυναμικότητα και τοποθεσίες, χωρίς πρόβλεψη για μικρότερες ή τεχνολογικά διαφοροποιημένες λύσεις.

• Μεταβατικά καύσιμα για την Αθήνα: Υπάρχει πρόβλεψη να επιτραπεί για περιορισμένο διάστημα η καύση σύμμεικτων απορριμμάτων, όμως οι επενδυτές αμφισβητούν τη βιωσιμότητα επένδυσης που βασίζεται σε «μεταβατικό» σχεδιασμό.

Ποιοι σχεδιάζουν να “μπουν στον χορό”
Σε ώριμο στάδιο προετοιμασίας για τα εργοστάσια καύσης βρίσκεται η ΔΕΗ, που σχεδιάζει μονάδα στη Δυτική Μακεδονία με επένδυση 300 εκατ. ευρώ και έχει ήδη προκηρύξει διαγωνισμό για πρόσληψη συμβούλου. Το σχέδιο άρχισε να ξετυλίγεται στις 3 Απριλίου, όταν ο κ. Στάσσης κατά την εκδήλωση της ΔΕΗ στον ΑΗΣ Καρδιάς, παρουσία του Πρωθυπουργό ανακοίνωσε μονάδα καύσης απορριμμάτων στην αυλή της Πτολεμαΐδας V, με εγκατάσταση γεννήτριας ισχύος περίπου 38 MW.

Από την πλευρά της, η Metlen εξετάζει μονάδα στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας (μέσα στις εγκαταστάσεις της Αλουμίνιον της Ελλάδος), έχοντας ολοκληρώσει pre-feasibility study ( μελέτη προκαταρκτικής σκοπιμότητας) που είναι το πρώτο, πιο συνοπτικό στάδιο αξιολόγησης μιας επένδυσης.

Η Motor Oil στοχεύει σε μονάδα στο Ρέθυμνο της Κρήτης, η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και η Αktor έχουν εκδηλώσει επίσης ενδιαφέρον για έργα ενεργειακής αξιοποίησης, ενώ η Μεσόγειος μελετά μονάδα στην Ξάνθη.

Η Αθήνα παραμένει η πιο δύσκολη «πίστα» του σχεδίου, καθώς δεν έχει ακόμη λύσει το πρόβλημα επεξεργασίας απορριμμάτων, αφήνοντας ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο δημιουργίας ακόμα και δύο μονάδων που θα καίνε και σύμμεικτα αστικά απόβλητα. Στην κατεύθυνση αυτή έχει υπάρξει και νομοθετική ρύθμιση που κάνει λόγο για καύση σύμμεικτων για μεταβατική περίοδο.

Αν υπολογιστεί ότι κάθε χρόνο θα καίγονται στις μονάδες αυτές 1,45 εκατ. τόνοι εναλλακτικών καυσίμων (από τα οποία 150.000 τόνοι θα πηγαίνουν στα τσιμεντάδικα), με εκτιμώμενο κόστος περίπου 1 εκατ. ευρώ ανά τόνο το συνολικό επενδυτικό βάρος για τις μονάδες φτάνει το 1,3 δισ. ευρώ. Στελέχη της αγοράς τονίζουν ότι, χωρίς ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο για τις ποσότητες, την τιμολόγηση και την κατανομή κόστους-εσόδων, δύσκολα θα βρεθούν επενδυτές διατεθειμένοι να δεσμεύσουν τέτοια κεφάλαια.

Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό
Από όλα τα παραπάνω και με δεδομένο ότι οι τελικοί επενδυτές θα εισέλθουν στο project υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα αποσβέσουν σε όχι ιδιαίτερα μακροπρόθεσμο ορίζοντα τα κεφάλαια που θα διαθέσουν, συνάγεται ότι ο τελικός λογαριασμός δεν μπορεί παρά να πληρωθεί και σε αυτή την περίπτωση από τους πολίτες.

Και αυτό γιατί και τα τέλη εισόδου, αλλά και η υποχρεωτική στην ουσία “επαναγορά” των σκουπιδιών ως ενέργεια πρόκειται να καταλήξουν να πληρώνονται από τον πολίτη-δημότη μέσω των ανταποδοτικών τελών και από τον καταναλωτή ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή το κόστος όλου αυτού του φαραωνικού σχεδίου θα καταλήξει να επιβαρύνει το ήδη φοβερά πιεσμένο πορτοφόλι των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Δυστυχώς, οι όποιες μέχρι στιγμής αντιδράσεις δεν φαίνονται ικανές να άρουν την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης για την προώθηση αυτού του σχεδίου, που βασίζεται σε μια τεχνολογία που θεωρείται εκ των προτέρων παρωχημένη, βλαπτική για το περιβάλλον και ταυτόχρονα οριακά βιώσιμη οικονομικά.

Με πληροφορίες από το newmoney.gr